οὔτι: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(30)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0421.png Seite 421]] gen. οὔτινος, Niemand, Keiner, Nichts; Hom. u. Hes. oft; gew. substantivisch, allein, u. c. gen., [[οὔτις]], [[οὔτε]] θεῶν [[οὔτε]] ἀνθρώπων, Il. 3, 365, öfter; auch plur. οὔτινες, Od. 6, 279; [[ἐλεύθερος]] γὰρ [[οὔτις]] ἐστὶ πλὴν [[Διός]], Aesch. Prom. 50; Folgde; auch adjectivisch, μέμψιν οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων 443, ἀρωγὴ δ' [[οὔτις]] ἀλλήλοις παρῆν Pers. 406, öfter, u. Folgde; das neutr. [[οὔτι]] oft adverbialisch, gar nicht, durchaus nicht, keinesweges, [[οὔτι]] [[κάκιστος]], Il. 16, 570, auch getrennt, οὐ γάρ τι, u. ähnliche mehr; [[οὔτι]] μέλλων, Aesch. Ag. 281, öfter; [[οὔτι]] τοῦτο θαῦμ' [[ἐμοί]], Soph. Phil. 408; ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς [[οὔτι]] διαπράξεσθαι ὃ ἐβουλήθήσαν, Plat. Prot. 317 a; [[οὔτι]] μὲν δή, doch nicht, Theaet. 186 e u. sonst; aber das masc. selten in Prosa, Ath. III, 148 f. – Ἡ [[οὔτις]], ιδος, ein Schluß der Stoiker, D. L. 7, 44. 82. neutr. von [[οὔτις]], s. oben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0421.png Seite 421]] gen. οὔτινος, Niemand, Keiner, Nichts; Hom. u. Hes. oft; gew. substantivisch, allein, u. c. gen., [[οὔτις]], [[οὔτε]] θεῶν [[οὔτε]] ἀνθρώπων, Il. 3, 365, öfter; auch plur. οὔτινες, Od. 6, 279; [[ἐλεύθερος]] γὰρ [[οὔτις]] ἐστὶ πλὴν [[Διός]], Aesch. Prom. 50; Folgde; auch adjectivisch, μέμψιν οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων 443, ἀρωγὴ δ' [[οὔτις]] ἀλλήλοις παρῆν Pers. 406, öfter, u. Folgde; das neutr. [[οὔτι]] oft adverbialisch, gar nicht, durchaus nicht, keinesweges, [[οὔτι]] [[κάκιστος]], Il. 16, 570, auch getrennt, οὐ γάρ τι, u. ähnliche mehr; [[οὔτι]] μέλλων, Aesch. Ag. 281, öfter; [[οὔτι]] τοῦτο θαῦμ' [[ἐμοί]], Soph. Phil. 408; ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς [[οὔτι]] διαπράξεσθαι ὃ ἐβουλήθήσαν, Plat. Prot. 317 a; [[οὔτι]] μὲν δή, doch nicht, Theaet. 186 e u. sonst; aber das masc. selten in Prosa, Ath. III, 148 f. – Ἡ [[οὔτις]], ιδος, ein Schluß der Stoiker, D. L. 7, 44. 82. neutr. von [[οὔτις]], s. oben.
}}
{{bailly
|btext=<i>neutre de</i> [[οὔτις]].
}}
{{elru
|elrutext='''οὔτι:'''<br /><b class="num">I</b> n к [[οὔτις]].<br /><b class="num">II</b> adv. тж. раздельно нисколько (никак, ничуть, совершенно) не (οὔ. μοι αἴτιοί εἰσιν, sc. οἱ [[Τρῶες]] Hom.): ἀλλ᾽ οὔ. μὲν δὴ [[τούτου]] γε [[ἕνεκα]] ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. но мы ведь совсем не для этого начали беседу; οὔ. πη Her., дор. οὔ. πᾳ Theocr. никоим образом, никак; οὔ. που Pind. далеко не, ни в коем случае; οὔ. που [[δοῦναι]] νοεῖς; Soph. не думаешь же ты вернуть (оружие Филоктету)?; οὔ. πω Soph., οὔ. κω Her. далеко еще не.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οὔτι''': που, ἢ [[κάλλιον]] οὐ τί που, [[οὔτι]] που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]], «[[οὐδαμῶς]] οὗτός ἐστιν ὁ [[Ἀπόλλων]]» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ [[δήπου]], οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] οὔτιπου, ὡς μία [[λέξις]].
|lstext='''οὔτι''': που, ἢ [[κάλλιον]] οὐ τί που, [[οὔτι]] που [[οὗτος]] [[Ἀπόλλων]], «[[οὐδαμῶς]] οὗτός ἐστιν ὁ [[Ἀπόλλων]]» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ [[δήπου]], οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις [[ἐνίοτε]] οὔτιπου, ὡς μία [[λέξις]].
}}
{{bailly
|btext=<i>neutre de</i> [[οὔτις]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 13: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με [[λαγούτο]], έχει μεγάλο απιοειδές και [[κοντό]] [[ηχείο]], φαρδύ [[μπράτσο]] με [[κεφαλή]] που σχηματίζει ορθή [[γωνία]], [[πέντε]] συν. διπλές χορδές και παίζεται με [[πένα]], αλλ. [[ουντ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ut</i>].
|mltxt=το<br />έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με [[λαγούτο]], έχει μεγάλο απιοειδές και [[κοντό]] [[ηχείο]], φαρδύ [[μπράτσο]] με [[κεφαλή]] που σχηματίζει ορθή [[γωνία]], [[πέντε]] συν. διπλές χορδές και παίζεται με [[πένα]], αλλ. [[ουντ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>ut</i>].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=not, I [[suppose]]… , [[surely]] you do not [[mean]] that… , Pind., Soph., etc.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 421] gen. οὔτινος, Niemand, Keiner, Nichts; Hom. u. Hes. oft; gew. substantivisch, allein, u. c. gen., οὔτις, οὔτε θεῶν οὔτε ἀνθρώπων, Il. 3, 365, öfter; auch plur. οὔτινες, Od. 6, 279; ἐλεύθερος γὰρ οὔτις ἐστὶ πλὴν Διός, Aesch. Prom. 50; Folgde; auch adjectivisch, μέμψιν οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων 443, ἀρωγὴ δ' οὔτις ἀλλήλοις παρῆν Pers. 406, öfter, u. Folgde; das neutr. οὔτι oft adverbialisch, gar nicht, durchaus nicht, keinesweges, οὔτι κάκιστος, Il. 16, 570, auch getrennt, οὐ γάρ τι, u. ähnliche mehr; οὔτι μέλλων, Aesch. Ag. 281, öfter; οὔτι τοῦτο θαῦμ' ἐμοί, Soph. Phil. 408; ἡγοῦμαι γὰρ αὐτοὺς οὔτι διαπράξεσθαι ὃ ἐβουλήθήσαν, Plat. Prot. 317 a; οὔτι μὲν δή, doch nicht, Theaet. 186 e u. sonst; aber das masc. selten in Prosa, Ath. III, 148 f. – Ἡ οὔτις, ιδος, ein Schluß der Stoiker, D. L. 7, 44. 82. neutr. von οὔτις, s. oben.

French (Bailly abrégé)

neutre de οὔτις.

Russian (Dvoretsky)

οὔτι:
I n к οὔτις.
II adv. тж. раздельно нисколько (никак, ничуть, совершенно) не (οὔ. μοι αἴτιοί εἰσιν, sc. οἱ Τρῶες Hom.): ἀλλ᾽ οὔ. μὲν δὴ τούτου γε ἕνεκα ἠρχόμεθα διαλεγόμενοι Plat. но мы ведь совсем не для этого начали беседу; οὔ. πη Her., дор. οὔ. πᾳ Theocr. никоим образом, никак; οὔ. που Pind. далеко не, ни в коем случае; οὔ. που δοῦναι νοεῖς; Soph. не думаешь же ты вернуть (оружие Филоктету)?; οὔ. πω Soph., οὔ. κω Her. далеко еще не.

Greek (Liddell-Scott)

οὔτι: που, ἢ κάλλιον οὐ τί που, οὔτι που οὗτος Ἀπόλλων, «οὐδαμῶς οὗτός ἐστιν ὁ Ἀπόλλων» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 155· ὡς τὸ οὐ δήπου, οὔ τι που δοῦναι νοεῖς; Σοφ. Φιλ. 1233, Ἀριστοφ. Βάτρ. 522, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε οὔτιπου, ὡς μία λέξις.

English (Autenrieth)

no one, not anything; the neut. as adv., not at all, by no means.
see οὔτις.

Greek Monolingual

το
έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με λαγούτο, έχει μεγάλο απιοειδές και κοντό ηχείο, φαρδύ μπράτσο με κεφαλή που σχηματίζει ορθή γωνία, πέντε συν. διπλές χορδές και παίζεται με πένα, αλλ. ουντ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ut].

Middle Liddell

not, I suppose… , surely you do not mean that… , Pind., Soph., etc.