εὐπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(1ab)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=εὐπλόκαμος
|Medium diacritics=εὐπλόκαμος
|Low diacritics=ευπλόκαμος
|Capitals=ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ
|Transliteration A=euplókamos
|Transliteration B=euplokamos
|Transliteration C=efplokamos
|Beta Code=eu)plo/kamos
|Definition=Epic [[ἐϋπλόκαμος]], ον, [[with goodly locks]], [[fair-haired]], [[epithet]] of goddesses and women, in Hom., etc., especially of Eos and Artemis, ''Od.'' 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. ''L.'' 439; εὐ. [[κόμαι]] [[goodly]] tresses, E. ''IA'' 790 (lyr.); ''metaph'', [[ἐϋπλοκάμου]] [[πολιῆς]] [[ἁλός]] Archil. 11, cf. Opp. ''C.'' 2.131; of the tentacles of polypi, ''ib.'' 3.182.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋπλόκαμος]];<br />ος, ον :<br />[[aux belles boucles]], [[aux beaux cheveux bouclés]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλόκαμος]].
}}
{{pape
|ptext=ep. [[ἐϋπλόκαμος]], <i>[[schön]] [[gelockt]]</i>, bei Hom. [[Beiwort]] der [[Göttinnen]], [[Δημήτηρ]] <i>Od</i>. 5.125, [[Ἠώς]] 5.490, [[Ἀθήνη]] 7.41, [[Ἄρτεμις]] 20.80, und so [[Καλυψώ]], [[Κίρκη]], Νύμφαι, und von [[Frauen]], <i>Il</i>. 11.624, 18.48, <i>Od</i>. 2.120; so auch die folgdn [[Dichter]], sp. auch von Männern und [[Knaben]], Mosch. 1.12; Orph. <i>Lith</i>. 433; auch κόμαι, Eur. <i>I.A</i>. 791; von den [[Polypen]] Opp. <i>C</i>. 3.182.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπλόκᾰμος:''' эп. [[ἐϋπλόκαμος]] 2<br /><b class="num">1</b> [[с красиво заплетенными волосами]] (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[красиво заплетенный]] (κόμαι Eur.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπλόκᾰμος''': Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.
|lstext='''εὐπλόκᾰμος''': Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq.</i> [[ἐϋπλόκαμος]];<br />ος, ον :<br />aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πλόκαμος]].
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 11: Line 28:
|lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
|lsmtext='''εὐπλόκᾰμος:''' Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· <i>εὐπλ. κόμαι</i>, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''εὐπλόκᾰμος:''' эп. [[ἐϋπλόκαμος]] 2<br /><b class="num">1)</b> с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);<br /><b class="num">2)</b> красиво заплетенный (κόμαι Eur.).
|mdlsjtxt=with [[goodly]] locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι [[goodly]] tresses, Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{elmes
|mdlsjtxt=<br />with [[goodly]] locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι [[goodly]] tresses, Eur.
|esmgtx=-ον [[que tiene hermosos cabellos]] δεῦρ', Ἑρμῆ, ἅρπαξ, δεῦρ', εὐπλόκαμε, χθόνιε Ζεῦ <b class="b3">aquí, Hermes, ladrón, aquí, que tienes hermosos cabellos, Zeus subterráneo (en una invocación a varias divinidades) </b> P XXIII 3
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπλόκαμος Medium diacritics: εὐπλόκαμος Low diacritics: ευπλόκαμος Capitals: ΕΥΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: euplókamos Transliteration B: euplokamos Transliteration C: efplokamos Beta Code: eu)plo/kamos

English (LSJ)

Epic ἐϋπλόκαμος, ον, with goodly locks, fair-haired, epithet of goddesses and women, in Hom., etc., especially of Eos and Artemis, Od. 5.390, 20.80, cf. B. 3.34, etc.; later also of boys and men, Mosch. 1.12, Orph. L. 439; εὐ. κόμαι goodly tresses, E. IA 790 (lyr.); metaph, ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλός Archil. 11, cf. Opp. C. 2.131; of the tentacles of polypi, ib. 3.182.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋπλόκαμος;
ος, ον :
aux belles boucles, aux beaux cheveux bouclés.
Étymologie: εὖ, πλόκαμος.

German (Pape)

ep. ἐϋπλόκαμος, schön gelockt, bei Hom. Beiwort der Göttinnen, Δημήτηρ Od. 5.125, Ἠώς 5.490, Ἀθήνη 7.41, Ἄρτεμις 20.80, und so Καλυψώ, Κίρκη, Νύμφαι, und von Frauen, Il. 11.624, 18.48, Od. 2.120; so auch die folgdn Dichter, sp. auch von Männern und Knaben, Mosch. 1.12; Orph. Lith. 433; auch κόμαι, Eur. I.A. 791; von den Polypen Opp. C. 3.182.

Russian (Dvoretsky)

εὐπλόκᾰμος: эп. ἐϋπλόκαμος 2
1 с красиво заплетенными волосами (Ἑκαμήδη, Νύμφη Hom.);
2 красиво заплетенный (κόμαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπλόκᾰμος: Ἐπικ. ἐϋπλόκαμος, ον, ἔχων ὡραίους πλοκάμους, ἔχων ὡραίαν κόμην, συχνὸν παρ’ Ὁμήρ. ὡς ἐπίθετον θεαινῶν καὶ γυναικῶν, ἰδίως τῆς Ἠοῦς καὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ὀδ. Ε. 390, Υ. 80, κτλ.· παρὰ μεταγεν., καὶ ἐπὶ παιδίων καὶ ἀνδρῶν, π. χ. Μόσχ. 1. 12, Ὀρφ. Λιθ. 433 εὐπλόκαμοι κόμαι Εὐρ. Ι. Α. 791· ― ἐϋπλοκάμου πολιῆς ἁλὸς Ἀρχίλ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 131., 3. 182.

Spanish

que tiene hermosos cabellos

Greek Monotonic

εὐπλόκᾰμος: Επικ. ἐϋ-πλ-, -ον, αυτός που έχει ωραίες μπούκλες, αυτός που έχει ωραία μαλλιά, σε Όμηρ.· εὐπλ. κόμαι, όμορφες κοτσίδες, σε Ευρ.

Middle Liddell

with goodly locks, fairhaired, Hom.; εὐπλ. κόμαι goodly tresses, Eur.

Léxico de magia

-ον que tiene hermosos cabellos δεῦρ', Ἑρμῆ, ἅρπαξ, δεῦρ', εὐπλόκαμε, χθόνιε Ζεῦ aquí, Hermes, ladrón, aquí, que tienes hermosos cabellos, Zeus subterráneo (en una invocación a varias divinidades) P XXIII 3