ὑπόροφος: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " E.''Or.''" to " E., ''Or.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yporofos
|Transliteration C=yporofos
|Beta Code=u(po/rofos
|Beta Code=u(po/rofos
|Definition=ὑπόροφον, (from [[ὄροφος]], reed) <b class="b3">ὑ. βοά</b> [[the soft]] note [[of the pipe]], E.''Or.''147 (lyr.).
|Definition=ὑπόροφον, (from [[ὄροφος]], reed) <b class="b3">ὑ. βοά</b> [[the soft]] note [[of the pipe]], [[Euripides|E.]], ''[[Orestes|Or.]]''147 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:14, 22 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόροφος Medium diacritics: ὑπόροφος Low diacritics: υπόροφος Capitals: ΥΠΟΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hypórophos Transliteration B: hyporophos Transliteration C: yporofos Beta Code: u(po/rofos

English (LSJ)

ὑπόροφον, (from ὄροφος, reed) ὑ. βοά the soft note of the pipe, E., Or.147 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1230] = ὑπώροφος. Aber βοά Eur. Or. 147 ist die sanft aus dem Rohr ertönende Stimme.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ὑπώροφος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόροφος: издаваемый тростником, по по друг. - приглушенный (βοά Eur.). - см. тж. ὑπώροφος.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόροφος: καὶ ὑπορόφιος, ἴδε ἐν λ. ὑπώρ-· ἀλλὰ ΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄροφος, κάλαμος), ὑπ. βοά, ὁ μαλακὸς ἦχος τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ὀρ. 147, ἴδε Pors.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόροφος, -ον, ΝΜΑ
(δ. γρφ.) υπώροφος
νεοελλ.
φρ. «υπόροφη βλάστηση» ή, απλώς, «ο υπόροφος»
οικολ. το σύνολο τών δέντρων και τών θάμνων που φύονται κάτω από την κομοστέγη τών δέντρων και συγκροτούν τον κύριο πληθυσμό ενός δάσους
αρχ.
φρ. «ὑπόροφος βοή» — ο απαλός ήχος του αυλού.

Greek Monotonic

ὑπόροφος: -ον (ὄροφος, καλάμι), ὑπόροφος βοά, ο μαλακός ήχος του αυλού, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑπ-όροφος, ον, ὄροφος (a reed)]
ὑπ. βοά the soft note of the pipe, Eur.