μαγγανεία: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=magganeia | |Transliteration C=magganeia | ||
|Beta Code=magganei/a | |Beta Code=magganei/a | ||
|Definition=ἡ, [[trickery]], especially of [[magical]] [[art]]s, Pl.''Lg.''908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.''Or.''26.330b, cf. Jul.''Gal.''340a; [[μαγγανεῖαι μαγειρικαί]], of [[meretricious cookery]], Ath.1.9c. | |Definition=ἡ, [[trickery]], especially of [[magical]] [[art]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.''Or.''26.330b, cf. Jul.''Gal.''340a; [[μαγγανεῖαι μαγειρικαί]], of [[meretricious cookery]], Ath.1.9c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ, trickery, especially of magical arts, Pl.Lg.908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.Or.26.330b, cf. Jul.Gal.340a; μαγγανεῖαι μαγειρικαί, of meretricious cookery, Ath.1.9c.
Russian (Dvoretsky)
μαγγᾰνεία: ἡ ворожба, колдовство Plat.
Greek (Liddell-Scott)
μαγγᾰνεία: ἡ, (μαγγανεύω) μαγεία, γοητεία, Πλάτ. Νόμ. 908D, 933Α· - μαγγανείαι μαγειρικαί, ἐπὶ ἐντέχνου κατασκευῆς τῶν φαγητῶν, Ἀθήν. 9C.
Greek Monolingual
η (AM μαγγανεία) μαγγανεύω
1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.)
2. απάτη με διάφορα μέσα
νεοελλ.
1. η τέχνη της επικοινωνίας με τον απόκρυφο, τον αόρατο κόσμο
2. κλάδος της μαγείας κατά τον οποίο γίνεται επίκληση στα κακοποιά και κατώτερα όντα του αόρατου κόσμου για επίτευξη προσδοκώμενων αγαθών ή για προφύλαξη από ένα κακό
3. στον πληθ. οι μαγγανείες
τα μέσα που χρησιμοποιούνται γι' αυτόν τον σκοπό
αρχ.
1. πολεμική μηχανή, αλλ. μάγγανο
2. φρ. «μαγειρικαὶ μαγγανεῖαι» — έντεχνη παρασκευή φαγητού.