μαγγανεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=magganeia
|Transliteration C=magganeia
|Beta Code=magganei/a
|Beta Code=magganei/a
|Definition=ἡ, [[trickery]], especially of [[magical]] [[art]]s, Pl.''Lg.''908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.''Or.''26.330b, cf. Jul.''Gal.''340a; [[μαγγανεῖαι μαγειρικαί]], of [[meretricious cookery]], Ath.1.9c.
|Definition=ἡ, [[trickery]], especially of [[magical]] [[art]]s, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.''Or.''26.330b, cf. Jul.''Gal.''340a; [[μαγγανεῖαι μαγειρικαί]], of [[meretricious cookery]], Ath.1.9c.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 13:10, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαγγᾰνεία Medium diacritics: μαγγανεία Low diacritics: μαγγανεία Capitals: ΜΑΓΓΑΝΕΙΑ
Transliteration A: manganeía Transliteration B: manganeia Transliteration C: magganeia Beta Code: magganei/a

English (LSJ)

ἡ, trickery, especially of magical arts, Pl.Lg.908d; μαγγανεῖαι καὶ ἐπῳδαί ib.933a; περίαπτα καὶ μαγγανεῖαι Ph.2.267, Gal.11.792; τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία Them.Or.26.330b, cf. Jul.Gal.340a; μαγγανεῖαι μαγειρικαί, of meretricious cookery, Ath.1.9c.

Russian (Dvoretsky)

μαγγᾰνεία:ворожба, колдовство Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μαγγᾰνεία: ἡ, (μαγγανεύω) μαγεία, γοητεία, Πλάτ. Νόμ. 908D, 933Α· - μαγγανείαι μαγειρικαί, ἐπὶ ἐντέχνου κατασκευῆς τῶν φαγητῶν, Ἀθήν. 9C.

Greek Monolingual

η (AM μαγγανεία) μαγγανεύω
1. μαγεία, θαυματοποιία, ιδίως εκείνη η οποία ενεργείται με τη χρήση φαρμάκων, βοτάνων ή μαγικών φίλτρων («τῆς Κίρκης ἡ μαγγανεία», Θεμίστ.)
2. απάτη με διάφορα μέσα
νεοελλ.
1. η τέχνη της επικοινωνίας με τον απόκρυφο, τον αόρατο κόσμο
2. κλάδος της μαγείας κατά τον οποίο γίνεται επίκληση στα κακοποιά και κατώτερα όντα του αόρατου κόσμου για επίτευξη προσδοκώμενων αγαθών ή για προφύλαξη από ένα κακό
3. στον πληθ. οι μαγγανείες
τα μέσα που χρησιμοποιούνται γι' αυτόν τον σκοπό
αρχ.
1. πολεμική μηχανή, αλλ. μάγγανο
2. φρ. «μαγειρικαὶ μαγγανεῖαι» — έντεχνη παρασκευή φαγητού.