μελῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(1ba)
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melodos
|Transliteration C=melodos
|Beta Code=melw|do/s
|Beta Code=melw|do/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">musical, melodious</b>, <b class="b3">κύκνος, ὄρνις</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1104</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Hel.</span>1109</span> (lyr.); ἀχήματα <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>1045</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μελῳδός, ὁ,</b> = [[μελοποιός]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>723d</span>, <span class="title">AJP</span>48.18 (Rome).</span>
|Definition=μελῳδόν,<br><span class="bld">A</span> [[musical]], [[melodious]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]], E.''IT''1104 (lyr.), ''Hel.''1109 (lyr.); ἀχήματα Id.''IA''1045 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">μελῳδός, ὁ,</b> = [[μελοποιός]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''723d, ''AJP''48.18 (Rome).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; [[Τήϊος]], Anacr. 1, 2; [[ὄρνις]] θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; [[Τήϊος]], Anacr. 1, 2; [[ὄρνις]] θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> [[qui chante]];<br /><b>2</b> [[mélodieux]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ᾄδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1</b> [[поющий]] ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[певучий]] ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ [[певец]], [[лирический поэт]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῳδός''': -όν, ([[μέλος]] Β) ὁ ᾄδων [[μελῳδικῶς]], [[μουσικός]], [[μελῳδικός]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. [[μελῳδός]], ὁ, = [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 723D.
|lstext='''μελῳδός''': -όν, ([[μέλος]] Β) ὁ ᾄδων [[μελῳδικῶς]], [[μουσικός]], [[μελῳδικός]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. [[μελῳδός]], ὁ, = [[μελοποιός]], Πλάτ. Νόμ. 723D.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui chante;<br /><b>2</b> mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ᾄδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] («μελῳδοῑς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κωμ</i>-[[ωδός]], <i>τραγ</i>-[[ωδός]])].
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελῳδός]], -όν)<br /><b>ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[αοιδός]], [[τραγουδιστής]]<br /><b>2.</b> [[λυρικός]] [[ποιητής]] που συνθέτει τη [[μουσική]] τών ποιημάτων του<br /><b>2.</b> [[στιχουργός]] και [[συνθέτης]] εκκλησιαστικών ύμνων, σε [[διάκριση]] από τον υμνογράφο, ο [[οποίος]] γράφει [[αλλά]] δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο [[μελωδός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μουσικοσυνθέτης]], [[μουσουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[μελωδικός]] («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ᾠδή</i>) ([[πρβλ]]. [[κωμωδός]], [[τραγωδός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελῳδός:''' -όν ([[μέλος]] III, [[ᾄδω]]), [[τραγουδιστής]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελῳδός:''' -όν ([[μέλος]] III, [[ᾄδω]]), [[τραγουδιστής]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> поющий ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> певучий ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ певец, лирический поэт Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελ-ῳδός, όν [[μέλος]] II, ᾄδω]<br />[[singing]], [[musical]], [[melodious]], Eur.
|mdlsjtxt=μελ-ῳδός, όν [[μέλος]] II, ᾄδω]<br />[[singing]], [[musical]], [[melodious]], Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[melodious]]
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδός Medium diacritics: μελῳδός Low diacritics: μελωδός Capitals: ΜΕΛΩΔΟΣ
Transliteration A: melōidós Transliteration B: melōdos Transliteration C: melodos Beta Code: melw|do/s

English (LSJ)

μελῳδόν,
A musical, melodious, κύκνος, ὄρνις, E.IT1104 (lyr.), Hel.1109 (lyr.); ἀχήματα Id.IA1045 (lyr.).
II Subst. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Pl.Lg.723d, AJP48.18 (Rome).

German (Pape)

[Seite 129] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; Τήϊος, Anacr. 1, 2; ὄρνις θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui chante;
2 mélodieux.
Étymologie: μέλος, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδός:
1 поющий (Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.);
2 певучий (ἄχημα Eur.).
IIпевец, лирический поэт Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδός: -όν, (μέλος Β) ὁ ᾄδων μελῳδικῶς, μουσικός, μελῳδικός, κύκνος, ὄρνις Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 723D.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμωδός, τραγωδός)].

Greek Monotonic

μελῳδός: -όν (μέλος III, ᾄδω), τραγουδιστής, μουσικός, μελωδικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελ-ῳδός, όν μέλος II, ᾄδω]
singing, musical, melodious, Eur.

English (Woodhouse)

melodious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)