βαθύπλουτος: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vathyploutos | |Transliteration C=vathyploutos | ||
|Beta Code=baqu/ploutos | |Beta Code=baqu/ploutos | ||
|Definition= | |Definition=βαθύπλουτον, [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[immensely rich]], [[ultrarich]], [[superrich]], [[filthy rich]] ζωά B.3.82; χθών A.''Supp.''554 (lyr.); Εἰρήνα E.''Fr.''453, copied by Ar.''Fr.''109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[βαθύπλουτος]] -ον [[βαθύς]], [[πλοῦτος]] overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom. | |elnltext=[[βαθύπλουτος]] -ον [[βαθύς]], [[πλοῦτος]] [[overvloedig rijk]], [[met overvloedige rijkdom]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[exceeding]] [[rich]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[exceeding]] [[rich]], Aesch. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[filthy rich]]=== | |||
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 23 March 2024
English (LSJ)
βαθύπλουτον, exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, immensely rich, ultrarich, superrich, filthy rich ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.
Spanish (DGE)
(βᾰθύπλουτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
•de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύπλουτος -ον βαθύς, πλοῦτος overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom.
Russian (Dvoretsky)
βαθύπλουτος:
1 чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2 приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.
Greek Monotonic
βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Translations
filthy rich
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก