βαθύπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(big3_8)
mNo edit summary
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vathyploutos
|Transliteration C=vathyploutos
|Beta Code=baqu/ploutos
|Beta Code=baqu/ploutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exceeding rich</b>, ζωά <span class="bibl">B.3.82</span>; χθών <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>554</span> (lyr.); Εἰρήνα <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>453</span>, copied by <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>109</span>; of persons, <span class="bibl">Ph.1.635</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.10</span>; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν <span class="bibl">D.H.20.4</span>.</span>
|Definition=βαθύπλουτον, [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[immensely rich]], [[ultrarich]], [[superrich]], [[filthy rich]] ζωά B.3.82; χθών A.''Supp.''554 (lyr.); Εἰρήνα E.''Fr.''453, copied by Ar.''Fr.''109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=(βᾰθύπλουτος) -ον<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de abundante y sólida riqueza]], [[opulento]] ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.<i>Supp</i>.554, cf. <i>Fr</i>.451g.3, εἰρήνα E.<i>Fr</i>.4.104O.M., Ar.<i>Fr</i>.111, cf. <i>Epigr.Adesp.SHell</i>.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη <i>AP</i> 16.40 (Crin.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] sehr reich, [[χθών]] Aesch. Suppl. 549; [[εἰρήνη]] Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0424.png Seite 424]] sehr reich, [[χθών]] Aesch. Suppl. 549; [[εἰρήνη]] Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />profondément, <i>càd</i> immensément riche.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[πλοῦτος]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαθύπλουτος]] -ον [[βαθύς]], [[πλοῦτος]] [[overvloedig rijk]], [[met overvloedige rijkdom]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαθύπλουτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[чрезвычайно богатый]] ([[χθών]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[приумножающий богатства]] ([[εἰρήνη]] Eur., Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύπλουτος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. [[βαθυκτέανος]], [[βάθος]] 2.
|lstext='''βᾰθύπλουτος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[πλούσιος]], Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. [[βαθυκτέανος]], [[βάθος]] 2.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />profondément, <i>càd</i> immensément riche.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[πλοῦτος]].
|mltxt=, -ο (AM [[βαθύπλουτος]], -ον)<br />πολύ [[πλούσιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰθύπλουτος:''' -ον, υπερβολικά [[πλούσιος]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[exceeding]] [[rich]], Aesch.
}}
}}
{{DGE
{{trml
|dgtxt=(βᾰθύπλουτος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br />[[de abundante y sólida riqueza]], [[opulento]] ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.<i>Supp</i>.554, cf. <i>Fr</i>.451g.3, εἰρήνα E.<i>Fr</i>.4.104O.M., Ar.<i>Fr</i>.111, cf. <i>Epigr.Adesp.SHell</i>.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en <i>ZPE</i> 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)<br /><b class="num">•</b>de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη <i>AP</i> 16.40 (Crin.).
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθύπλουτος Medium diacritics: βαθύπλουτος Low diacritics: βαθύπλουτος Capitals: ΒΑΘΥΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: bathýploutos Transliteration B: bathyploutos Transliteration C: vathyploutos Beta Code: baqu/ploutos

English (LSJ)

βαθύπλουτον, exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, immensely rich, ultrarich, superrich, filthy rich ζωά B.3.82; χθών A.Supp.554 (lyr.); Εἰρήνα E.Fr.453, copied by Ar.Fr.109; of persons, Ph.1.635, Alciphr.3.10; β. κατασκευαὶ οἰκιῶν D.H.20.4.

Spanish (DGE)

(βᾰθύπλουτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de abundante y sólida riqueza, opulento ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς B.3.82, χθών A.Supp.554, cf. Fr.451g.3, εἰρήνα E.Fr.4.104O.M., Ar.Fr.111, cf. Epigr.Adesp.SHell.977.5, κατασκευὰς οἰκιῶν ... βαθυπλούτους ὁρῶν D.H.20.4, χρυσοῖο βαθυπλούτοιο κολοσσοί Orác. en ZPE 7.1971.198.2 (Dídima III d.C.)
de pers., Ph.1.635, Alciphr.2.2.1, κραδίη AP 16.40 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 424] sehr reich, χθών Aesch. Suppl. 549; εἰρήνη Eur. frg. Cresph. IV, 1; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément, càd immensément riche.
Étymologie: βαθύς, πλοῦτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύπλουτος -ον βαθύς, πλοῦτος overvloedig rijk, met overvloedige rijkdom.

Russian (Dvoretsky)

βαθύπλουτος:
1 чрезвычайно богатый (χθών Aesch.);
2 приумножающий богатства (εἰρήνη Eur., Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύπλουτος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν πλούσιος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 555, Εὐρ. Ἀποσπ. 462, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 163· πρβλ. βαθυκτέανος, βάθος 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)
πολύ πλούσιος.

Greek Monotonic

βᾰθύπλουτος: -ον, υπερβολικά πλούσιος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

exceeding rich, Aesch.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก