εὐπίων: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "ί¯" to "ῑ́") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=εὐπῑ́ων | ||
|Medium diacritics=εὐπίων | |Medium diacritics=εὐπίων | ||
|Low diacritics=ευπίων | |Low diacritics=ευπίων | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efpion | |Transliteration C=efpion | ||
|Beta Code=eu)pi/wn | |Beta Code=eu)pi/wn | ||
|Definition=[ῑ], ον, gen. ονος, | |Definition=[ῑ], ον, gen. ονος, [[very fat]]: [[very rich]], [[φόρτος]] ''AP''7.654 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très gras ; très riche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πίων]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπίων:''' ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый ([[φόρτος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπίων''': ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, [[λίαν]] [[παχύς]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Ἀνθ. Π. 7. 654. | |lstext='''εὐπίων''': ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, [[λίαν]] [[παχύς]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Ἀνθ. Π. 7. 654. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπίων:''' [ῑ], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολύ]] [[παχύς]], [[πολύ]] [[πλούσιος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐπίων:''' [ῑ], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολύ]] [[παχύς]], [[πολύ]] [[πλούσιος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=εὐ-πῑ́ων, ονος,<br />[[very]] fat: [[very]] [[rich]], Anth. | |mdlsjtxt=εὐ-πῑ́ων, ονος,<br />[[very]] fat: [[very]] [[rich]], Anth. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[filthy rich]]=== | |||
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:19, 23 March 2024
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, very fat: very rich, φόρτος AP7.654 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1088] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
très gras ; très riche.
Étymologie: εὖ, πίων.
Russian (Dvoretsky)
εὐπίων: ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый (φόρτος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐπίων: ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, λίαν παχύς, λίαν πλούσιος, Ἀνθ. Π. 7. 654.
Greek Monolingual
εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)
1. πολύ παχύς
2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].
Greek Monotonic
εὐπίων: [ῑ], -ον, γεν. -ονος, πολύ παχύς, πολύ πλούσιος, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐ-πῑ́ων, ονος,
very fat: very rich, Anth.
Translations
filthy rich
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก