εὐπίων: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpion
|Transliteration C=efpion
|Beta Code=eu)pi/wn
|Beta Code=eu)pi/wn
|Definition=[ῑ], ον, gen. ονος, <b class="b2">very fat: very rich</b>, φόρτος <span class="title">AP</span>7.654 (Leon.).
|Definition=[ῑ], ον, gen. ονος, [[very fat]]: [[very rich]], [[φόρτος]] ''AP''7.654 (Leon.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1088.png Seite 1088]] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très gras ; très riche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πίων]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπίων:''' ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый ([[φόρτος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπίων''': ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, [[λίαν]] [[παχύς]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Ἀνθ. Π. 7. 654.
|lstext='''εὐπίων''': ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, [[λίαν]] [[παχύς]], [[λίαν]] [[πλούσιος]], Ἀνθ. Π. 7. 654.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />très gras ; très riche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πίων]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐπίων:''' [ῑ], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολύ]] [[παχύς]], [[πολύ]] [[πλούσιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὐπίων:''' [ῑ], -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολύ]] [[παχύς]], [[πολύ]] [[πλούσιος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπίων:''' ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый ([[φόρτος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-πῑ́ων, ονος,<br />[[very]] fat: [[very]] [[rich]], Anth.
|mdlsjtxt=εὐ-πῑ́ων, ονος,<br />[[very]] fat: [[very]] [[rich]], Anth.
}}
{{trml
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπῑ́ων Medium diacritics: εὐπίων Low diacritics: ευπίων Capitals: ΕΥΠΙΩΝ
Transliteration A: eupíōn Transliteration B: eupiōn Transliteration C: efpion Beta Code: eu)pi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ον, gen. ονος, very fat: very rich, φόρτος AP7.654 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1088] ον, sehr fett, reichlich, φ όρτος Leon. Tar. 82 (VII, 654).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très gras ; très riche.
Étymologie: εὖ, πίων.

Russian (Dvoretsky)

εὐπίων: ον, gen. ονος adj. досл. очень жирный, перен. обильный, богатый (φόρτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπίων: ῑ, ὁ, ἡ, γεν. ονος, λίαν παχύς, λίαν πλούσιος, Ἀνθ. Π. 7. 654.

Greek Monolingual

εὐπίων, ὁ, ἡ (Α)
1. πολύ παχύς
2. φρ. «εὐπίονι φόρτῳ» — με πλούσιο ή βαρύ φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πίων «παχύς»].

Greek Monotonic

εὐπίων: [ῑ], -ον, γεν. -ονος, πολύ παχύς, πολύ πλούσιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὐ-πῑ́ων, ονος,
very fat: very rich, Anth.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก