τροπιδεῖον: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(6_21) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tropideion | |Transliteration C=tropideion | ||
|Beta Code=tropidei=on | |Beta Code=tropidei=on | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay [[the keel]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''803a; [[varia lectio|v.l.]] [[τροπίδια]], cf. Poll.1.85, Phot. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] [[kielbalk]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροπιδεῖον:''' τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. [[τρόπις]] 1). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροπιδεῖον''': τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, [[ὅστις]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ [[τόπος]] ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ [[τρόπις]].» | |lstext='''τροπιδεῖον''': τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, [[ὅστις]] [[τύπος]] ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - [[Κατὰ]] Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ [[τόπος]] ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ [[τρόπις]].» | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[τρόπιδα]], [[καρίνα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τροπιδεῖα καταβάλλομαι» — [[τοποθετώ]] την [[τρόπιδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρόπις]], -<i>ιδος</i> «[[καρίνα]] πλοίου» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εῖον</i> ([[πρβλ]]. [[φορεῖον]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v.l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] kielbalk.
Russian (Dvoretsky)
τροπιδεῖον: τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. τρόπις 1).
Greek (Liddell-Scott)
τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις.»
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῖα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορεῖον)].