ἐπιφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epifylasso
|Transliteration C=epifylasso
|Beta Code=e)pifula/ssw
|Beta Code=e)pifula/ssw
|Definition=[[watch for]], πλοῦν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>866d</span>.
|Definition=[[watch for]], πλοῦν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''866d.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:32, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφῠλάσσω Medium diacritics: ἐπιφυλάσσω Low diacritics: επιφυλάσσω Capitals: ΕΠΙΦΥΛΑΣΣΩ
Transliteration A: epiphylássō Transliteration B: epiphylassō Transliteration C: epifylasso Beta Code: e)pifula/ssw

English (LSJ)

watch for, πλοῦν Pl.Lg.866d.

German (Pape)

[Seite 1001] beobachten, abwarten, πλοῦν Plat. Legg. IX, 866 d u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφυλάσσω: атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, φυλάττω, περιμένω, πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, ἂς περιμένῃ διὰ πλοῖον ν’ ἀποπλεύσῃ. Πλάτ. Νόμ. 866D.

Greek Monolingual

ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)
φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῦν ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.)
νεοελλ.
μέσ. επιφυλάσσομαι
1. έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)
2. επιφυλάσσω ένα δικαίωμα στον εαυτό μου, διατηρώ επιφύλαξη για κάποιο ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλάσσω. Η λ. επιφυλάττομαι μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].