ψαρός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(nl)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psaros
|Transliteration C=psaros
|Beta Code=yaro/s
|Beta Code=yaro/s
|Definition=(A), ά, όν, (ψάρ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a starling</b>, i. e. <b class="b2">speckled, dappled</b>, <b class="b3">ψ. ἵππος</b> a <b class="b2">dapple-grey</b> horse, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>1225</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Za.</span>1.8</span>; <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>632b19</span> distinguishes it fr. <b class="b3">ποικίλος</b>, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.28</span>, <span class="bibl">Aët.11.11</span>.</span><br /><span class="bld">ψαρός</span> (B), ά, όν, neut. <b class="b3">ψαρόν, τό,</b> name of a siccative powder, <span class="bibl">Paul.Aeg.7.13.11</span>; perh. cf. [[ψηρός]].
|Definition=(A), ά, όν, ([[ψάρ]]) [[like a starling]], i.e. [[speckled]], [[dappled]], ψαρὸς [[ἵππος]] a [[dapple-grey]] [[horse]], Ar.''Nu.''1225, [[LXX]] ''Za.''1.8; [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''632b19 distinguishes it fr. [[ποικίλος]], which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.''NA''12.28, Aët.11.11.<br /><br />(B), ά, όν, neut. [[ψαρόν]], τό, name of a [[siccative]] [[powder]], Paul.Aeg.7.13.11; perhaps cf. [[ψηρός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; [[ἵππος]] Ar. Nubb. 1224 ([[ποικίλος]], [[σποδοειδής]], die Erkl. [[ταχύς]] ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von [[ποικίλος]] unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1391.png Seite 1391]] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; [[ἵππος]] Ar. Nubb. 1224 ([[ποικίλος]], [[σποδοειδής]], die Erkl. [[ταχύς]] ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von [[ποικίλος]] unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
|btext=ά, όν :<br />d'un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ά, όν :<br />d’un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]].
|elrutext='''ψᾱρός:'''<br /><b class="num">1</b> [[пятнистый]], [[пестрый]] ([[κίχλη]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[серый в яблоках]] ([[ἵππος]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ψαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[ψαριά]] Ν [[ψάρ]]<br />([[κυρίως]] για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο [[τρίχωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης<br /><b>2.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για [[άλογο]]) [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστικτος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]].———————— <b>(II)</b><br />-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηρός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ψαρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. [[ψαριά]] Ν [[ψάρ]]<br />([[κυρίως]] για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο [[τρίχωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης<br /><b>2.</b> (στον <b>Ερωτόκρ.</b>) (για [[άλογο]]) [[ταχύς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διάστικτος]], [[κατάστικτος]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]].<br /><b>(II)</b><br />-ά, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψηρός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψᾱρός:''' -ά, -όν ([[ψάρ]]), αυτός που μοιάζει με [[ψαρόνι]], δηλ. αυτός που έχει στίγματα, [[κατάστικτος]], [[γκρίζος]]· ψαρὸς [[ἵππος]], παρδαλό [[γκρι]] (φαιό) [[άλογο]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ψᾱρός:''' -ά, -όν ([[ψάρ]]), αυτός που μοιάζει με [[ψαρόνι]], δηλ. αυτός που έχει στίγματα, [[κατάστικτος]], [[γκρίζος]]· ψαρὸς [[ἵππος]], παρδαλό [[γκρι]] (φαιό) [[άλογο]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψᾱρός:''' <b class="num">1)</b> пятнистый, пестрый ([[κίχλη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> серый в яблоках ([[ἵππος]] Arph.).
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]<br />like a starling, i. e. [[speckled]], [[dappled]], ψ. [[ἵππος]] a [[dapple]]-[[gray]] [[horse]], Ar.
}}
}}
{{elnl
{{mantoulidis
|elnltext=ψαρός --όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.
|mantxt=-ά, -όν (=[[κατάστικτος]], [[παρδαλός]]). Ἀπό τό ψάρ.
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψᾱρός Medium diacritics: ψαρός Low diacritics: ψαρός Capitals: ΨΑΡΟΣ
Transliteration A: psarós Transliteration B: psaros Transliteration C: psaros Beta Code: yaro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (ψάρ) like a starling, i.e. speckled, dappled, ψαρὸς ἵππος a dapple-grey horse, Ar.Nu.1225, LXX Za.1.8; Arist.HA632b19 distinguishes it fr. ποικίλος, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.NA12.28, Aët.11.11.

(B), ά, όν, neut. ψαρόν, τό, name of a siccative powder, Paul.Aeg.7.13.11; perhaps cf. ψηρός.

German (Pape)

[Seite 1391] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; ἵππος Ar. Nubb. 1224 (ποικίλος, σποδοειδής, die Erkl. ταχύς ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von ποικίλος unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
d'un gris pommelé;
Cp. ψαρότερος.
Étymologie: DELG ψάρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψαρός -ά -όν [ψάρ] spreeuwachtig, d.w.z. gespikkeld:. ψαρὸς ἵππος gespikkeld paard Aristoph. Nub. 1225.

Russian (Dvoretsky)

ψᾱρός:
1 пятнистый, пестрый (κίχλη Arst.);
2 серый в яблоках (ἵππος Arph.).

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / ψαρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ψαριά Ν ψάρ
(κυρίως για ζώα) αυτός που έχει γκρίζο τρίχωμα
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει αρχίσει να ασπρίζει, γκριζομάλλης
2. (στον Ερωτόκρ.) (για άλογο) ταχύς
αρχ.
1. διάστικτος, κατάστικτος
2. ποικιλόχρωμος.
(II)
-ά, -όν, Α
βλ. ψηρός.

Greek Monotonic

ψᾱρός: -ά, -όν (ψάρ), αυτός που μοιάζει με ψαρόνι, δηλ. αυτός που έχει στίγματα, κατάστικτος, γκρίζος· ψαρὸς ἵππος, παρδαλό γκρι (φαιό) άλογο, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψᾱρός: -ά, -όν, (ψὰρ) ὅμοιος πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, κατάστικτος, ψ. ἵππος, κατάστικτος φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ταχύς, οἱονεὶ ἐκ τοῦ ψαίρω, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ ποικίλος, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα εἶναι εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.

Middle Liddell

ψᾱρός, ή, όν [ψάρ]
like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-gray horse, Ar.

Mantoulidis Etymological

-ά, -όν (=κατάστικτος, παρδαλός). Ἀπό τό ψάρ.