ὑποτρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotrefo
|Transliteration C=ypotrefo
|Beta Code=u(potre/fw
|Beta Code=u(potre/fw
|Definition=[[rear]], [[nourish]], σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα.. ὑποτέτροφε λίμνη Nic.''Al.''589: metaph., [[cherish]], [[nurse]], τὴν χολήν Luc.''Cal.''24; [[foster]], [[encourage]], παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.''Vict.Att.''6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., [[cherish]], τόλμαν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.17:—Pass., [[grow up in succession]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; <b class="b3">θάμβος ὑπετρέφετο</b> my wonder [[grew]], Call.''Aet.Oxy.''2080.87.
|Definition=[[rear]], [[nourish]], σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.63; ῥίζεα.. ὑποτέτροφε λίμνη Nic.''Al.''589: metaph., [[cherish]], [[nurse]], τὴν χολήν Luc.''Cal.''24; [[foster]], [[encourage]], παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.''Vict.Att.''6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., [[cherish]], τόλμαν [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''2.1.17:—Pass., [[grow up in succession]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; <b class="b3">θάμβος ὑπετρέφετο</b> my wonder [[grew]], Call.''Aet.Oxy.''2080.87.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:15, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρέφω Medium diacritics: ὑποτρέφω Low diacritics: υποτρέφω Capitals: ΥΠΟΤΡΕΦΩ
Transliteration A: hypotréphō Transliteration B: hypotrephō Transliteration C: ypotrefo Beta Code: u(potre/fw

English (LSJ)

rear, nourish, σκύλακας D.H.4.81; πώγωνας D.S.3.63; ῥίζεα.. ὑποτέτροφε λίμνη Nic.Al.589: metaph., cherish, nurse, τὴν χολήν Luc.Cal.24; foster, encourage, παχὺν καὶ γλίσχρον ὑποθρέψει χυμόν Gal.Vict.Att.6; ὑποθρέψαι πλῆθος χυμῶν Id.1.302, cf. 6.239, al.:—Med., cherish, τόλμαν X.Cyr.2.1.17:—Pass., grow up in succession, Pl.R. 560a; ὑ. τιμωρὸς ἐπὶ τοὺς τυράννους Plu.2.595c; ὁ ἐκ Βερενίκης -όμενος Polyaen.8.50, cf. Nic.Dam.51 J.; θάμβος ὑπετρέφετο my wonder grew, Call.Aet.Oxy.2080.87.

French (Bailly abrégé)

ao. ὑπέτρεψα, pf. ὑποτέτροφα;
1 nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;
2 laisser croître ; Pass. croître à la suite;
Moy. ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..
Étymologie: ὑπό, τρέφω.

German (Pape)

(τρέφω), darunter, heimlich od. allmälig nähren, großziehen, unterhalten, Xen. Cyr. 2.1.17; auch τὴν χολήν, Luc. Calumn. 24. – Pass., ἄλλαι ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι, Plat. Rep. VIII.560a.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρέφω:
1 постепенно взращивать (τοὺς γενομένους σκύμνους Plut.): τὴν τόλμαν ὑποτρέφεσθαι Xen. воспитывать в себе отвагу;
2 отращивать (τοὺς πώγωνας Diod.);
3 pass. впоследствии вырастать (ἐπιθυμίαι ὑποτρεφόμεναι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρέφω: μέλλ. -θρέψω, ἀνατρέφω κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως περιθάλπω, τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.

Greek Monolingual

Α τρέφω
1. τρέφω, περιποιούμαι (α. «σκύλακας ὑποτρέφειν», Διον. Αλ.
β. «μέχρι τῆς τελευτῆς ἐπιμελῶς ὑποτρέφειν τοὺς πώγωνας», Διόδ.)
2. ενθαρρύνω, συντελώ στην ανάπτυξη («παχὺν και γλίσχρον ὑποθρέψειν χυμόν», Γαλ.)
3. (το μέσ.) ὑποτρέφομαι
διατηρώ, συντηρώ κρυφά.

Greek Monotonic

ὑποτρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω κρυφά — Μέσ., ανατρέφω με στοργή, περιποιούμαι κρυφά, σε Ξεν., Λουκ. — Παθ., αυξάνομαι κατά διαδοχή, Λατ. subnasci, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. -θρέψω
to bring up secretly:—Mid. to cherish secretly, Xen., Luc.:—Pass. to grow up in succession, Lat. subnasci, Plat.