κρεανομέω: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(6_13b)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kreanomeo
|Transliteration C=kreanomeo
|Beta Code=kreanome/w
|Beta Code=kreanome/w
|Definition=pf. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κεκρεανόμηκα <span class="bibl">Is.9.33</span>:—<b class="b2">divide the flesh</b> of a victim among the guests, l.c., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>20</span>; <b class="b2">distribute meat</b>, τῇ βουλῇ <span class="title">IG</span>22.847.25: generally, <b class="b2">divide, cut piecemeal</b>, <span class="bibl">D.S.34.12</span>:—Med., <span class="bibl">Sopat.20</span>: with pl. subject, <b class="b2">divide among themselves</b>, <span class="bibl">Theoc.26.24</span>.</span>
|Definition=pf. κεκρεανόμηκα Is.9.33:—[[divide the flesh]] of a victim among the guests, [[l.c.]], Luc.''Prom.''20; [[distribute meat]], τῇ βουλῇ ''IG''22.847.25: generally, [[divide]], [[cut piecemeal]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, [[divide among themselves]], Theoc.26.24.
}}
{{bailly
|btext=[[κρεανομῶ]] :<br />[[distribuer les chairs d'une victime]].<br />'''Étymologie:''' [[κρεανόμος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.
}}
{{pape
|ptext=[ᾱ], <i>[[Fleisch]]</i>, bes. des Opfertieres, <i>[[unter]] die [[Gäste]] [[verteilen]]</i>; [[πολλάκις]] ἐληλυθότι [[οὐδεπώποτε]] κεκρεανομήκασι Isae. 9.33; Luc. <i>Prom</i>. 20; <i>[[zerstückeln]]</i>, Theocr. 26.24. – Pass. κρεανομοῦμαι, Sosipat. bei Ath. XV.702b.
}}
{{elru
|elrutext='''κρεᾰνομέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[разрубать мясо]] (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[разрывать на части]] (''[[sc.]]'' Πενθῆα Theocr.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεᾱνομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, παρακ. <i>κεκρεανόμηκα</i>· [[διανέμω]], [[διαμοιράζω]] το [[κρέας]], [[μοιράζω]] το [[κρέας]] της θυσίας [[ανάμεσα]] στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., [[διαμοιράζω]] [[αναμεταξύ]], σε Θεόκρ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
|lstext='''κρεᾱνομέω''': μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― [[διανέμω]] [[κρέας]], [[μοιράζω]] τὸ [[κρέας]] τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· [[καθόλου]], διαμοιράζω, [[διαχωρίζω]], [[κατακόπτω]] εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρεᾱνομέω,<br />to [[distribute]] [[flesh]], to [[divide]] the [[flesh]] of a [[victim]] [[among]] the guests, Luc.:—Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνομέω Medium diacritics: κρεανομέω Low diacritics: κρεανομέω Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kreanoméō Transliteration B: kreanomeō Transliteration C: kreanomeo Beta Code: kreanome/w

English (LSJ)

pf. κεκρεανόμηκα Is.9.33:—divide the flesh of a victim among the guests, l.c., Luc.Prom.20; distribute meat, τῇ βουλῇ IG22.847.25: generally, divide, cut piecemeal, D.S.34.12:—Med., Sopat.20: with pl. subject, divide among themselves, Theoc.26.24.

French (Bailly abrégé)

κρεανομῶ :
distribuer les chairs d'une victime.
Étymologie: κρεανόμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανομέω [κρεανόμος] vlees verdelen (bij offers); ook med.: αἱ δ’ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες de andere vrouwen verdeelden de resten van het vlees onder elkaar Theocr. Id. 26.24.

German (Pape)

[ᾱ], Fleisch, bes. des Opfertieres, unter die Gäste verteilen; πολλάκις ἐληλυθότι οὐδεπώποτε κεκρεανομήκασι Isae. 9.33; Luc. Prom. 20; zerstückeln, Theocr. 26.24. – Pass. κρεανομοῦμαι, Sosipat. bei Ath. XV.702b.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾰνομέω:
1 разрубать мясо (жертвы), распределять куски мяса Isae., Luc.;
2 разрывать на части (sc. Πενθῆα Theocr.).

Greek Monotonic

κρεᾱνομέω: μέλ. -ήσω, παρακ. κεκρεανόμηκα· διανέμω, διαμοιράζω το κρέας, μοιράζω το κρέας της θυσίας ανάμεσα στους προσκεκλημένους, σε Λουκ. — Μέσ., διαμοιράζω αναμεταξύ, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνομέω: μέλλ. -ήσω· πρκμ. κεκρεανόμηκα Ἰσαῖ. 78. 17· ― διανέμω κρέας, μοιράζω τὸ κρέας τοῦ θύματος εἰς τοὺς κεκλημένους, ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Προμ. 20· καθόλου, διαμοιράζω, διαχωρίζω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, Διοδ. Ἐκλογ. 602. 66, Λουκ. Προμ. 20. ― Μέσ., διανέμομαι μετ’ ἄλλων, μοιράζομαι, αἱ δὲ ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῖκες Θεόκρ. 26. 24, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 702Β. Περὶ τοῦ κρεων-, ἴδε τὸ ἑπομ.

Middle Liddell

κρεᾱνομέω,
to distribute flesh, to divide the flesh of a victim among the guests, Luc.:—Mid. to divide among themselves, Theocr.