περιφαίνομαι: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_20) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perifainomai | |Transliteration C=perifainomai | ||
|Beta Code=perifai/nomai | |Beta Code=perifai/nomai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass.,<br><span class="bld">A</span> to [[be visible all round]], ὄρεος… ἕκαθεν περιφαινομένοιο Il.13.179; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω ''h.Ven.''100; <b class="b3">ἐν περιφαινομένῳ</b> (without Subst.) Od.5.476: generally, to [[be visible]], ὅσση π. ὀκλάξ Arat.517.<br><span class="bld">2</span> [[shine around]], Plu.2.932b.<br><span class="bld">II</span> later, in Act., [[display all round]], ἶριν [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.10.<br><span class="bld">III</span> intr. in Act., Parth.17.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[περίοπτος]], φαίνομαι [[πανταχόθεν]], ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ [[ἕκαθεν]] περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· [[οὕτως]], ἐν περιφαινομένῳ ([[ἄνευ]] οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) [[λάμπω]] ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, [[ὕφασμα]] τὸ μὲν [[μέγεθος]] ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10. | |lstext='''περιφαίνομαι''': Παθ., εἶμαι [[περίοπτος]], φαίνομαι [[πανταχόθεν]], ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ [[ἕκαθεν]] περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· [[οὕτως]], ἐν περιφαινομένῳ ([[ἄνευ]] οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) [[λάμπω]] ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, [[ὕφασμα]] τὸ μὲν [[μέγεθος]] ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=only [[part]]., [[visible]] [[from]] [[every]] [[side]], Il. 13.179; as subst., a [[conspicuous]] ([[place]]), Od. 5.476. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιφαίνομαι:''' Παθ., είμαι [[ορατός]] [[ολόγυρα]] ή από [[παντού]], λέγεται για τα βουνά κ.λπ.· <i>ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ</i>, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, <i>ἐν περιφαινομένῳ</i> ([[χωρίς]] ουσ.), σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Pass. to be [[visible]] all [[round]], of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:37, 27 March 2024
English (LSJ)
Pass.,
A to be visible all round, ὄρεος… ἕκαθεν περιφαινομένοιο Il.13.179; ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, βωμὸν ποιήσω h.Ven.100; ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.5.476: generally, to be visible, ὅσση π. ὀκλάξ Arat.517.
2 shine around, Plu.2.932b.
II later, in Act., display all round, ἶριν D.S.17.10.
III intr. in Act., Parth.17.4.
German (Pape)
[Seite 598] pass., ringsum erscheinen, sich zeigen, sichtbar sein, Il. 13, 179; ἐν περιφαινομένῳ, an rings umher gesehener, hoch und frei liegender Stätte, Od. 5, 476, wie περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ h. Ven, 100, – von allen Seiten im Lichte sein, sich deutlich zeigen, Plut. de fac. orb. lun. 20 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιφαίνομαι: Παθ., εἶμαι περίοπτος, φαίνομαι πανταχόθεν, ἐπὶ ὀρέων, κτλ., ὄρεος κορυφῇ ἕκαθεν περιφαινομένοιο, «πόρρωθεν ὁρωμένου, περιόπτου» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 179· ἐν σκοπιῇ, περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ βωμὸν ποιήσω Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 100· οὕτως, ἐν περιφαινομένῳ (ἄνευ οὐσιαστικοῦ) Ὀδ. Ε. 476. 2) λάμπω ὁλόγυρα, Πλούτ. 2. 932Β. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιδεικνύω ὁλόγυρα, ὕφασμα τὸ μὲν μέγεθος ἔχον ἱματίου, κύκλῳ δὲ περιφαῖνον ἶριν τὴν κατ’ οὐρανὸν ἐοικυῖαν Διόδ. 17. 10.
English (Autenrieth)
only part., visible from every side, Il. 13.179; as subst., a conspicuous (place), Od. 5.476.
Greek Monotonic
περιφαίνομαι: Παθ., είμαι ορατός ολόγυρα ή από παντού, λέγεται για τα βουνά κ.λπ.· ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ, σε Ομηρ. Ύμν.· ομοίως, ἐν περιφαινομένῳ (χωρίς ουσ.), σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Pass. to be visible all round, of mountains, etc., ὄρεος κορυφῇ περιφαινομένοιο Il.; περιφαινομένῳ ἐνὶ χώρῳ Hhymn.; so, ἐν περιφαινομένῳ (without Subst.) Od.