περιπείρω: Difference between revisions
μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripeiro | |Transliteration C=peripeiro | ||
|Beta Code=peripei/rw | |Beta Code=peripei/rw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[put on a spit]], π. τι περὶ λόγχην Plu.''Galb.''27: metaph., [[pierce]], <b class="b3">ἑαυτοὺς π. ὀδύναις</b> I''Ep.Ti.''6.10:—Pass., to [[be spitted]] or [[pierced]], ξίφεσι καὶ λόγχαις [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.80; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.''NA''7.48; ὀβελοῖς Luc.''Gall.'' 2: metaph., to [[become entangled]], δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11.<br><span class="bld">II</span> [[run into]], τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. ''Descr.''12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.''NA'' 15.10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>f.</i> περιπερῶ, <i>ao.2 Pass.</i> περιεπάρην, <i>etc.</i><br />percer de part en part, transpercer : [[τῷ]] ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l'hameçon.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πείρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-πείρω doorboren:; κρέα... περιπεπαρμένα ὀβελοῖς stukken vlees die aan het braadspit waren geregen Luc. 22.2; overdr.. ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς zij hebben zichzelf gekweld met vele pijnen NT 1 Tim. 6.10. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''περιπείρω:'''<br /><b class="num">1</b> [[насквозь прокалывать]], [[пронзать]] (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[втыкать]], [[насаживать]] (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[διατρυπώ]] και [[περνώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]], [[σουβλίζω]] («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπήγω]], [[καρφώνω]] («ἑαυτῷ τὸ [[ξίφος]] περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαπερνώ]] («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις | |mltxt=ΜΑ<br />[[διατρυπώ]] και [[περνώ]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]], [[σουβλίζω]] («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μπήγω]], [[καρφώνω]] («ἑαυτῷ τὸ [[ξίφος]] περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διαπερνώ]] («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῖς», ΚΔ)<br /><b>3.</b> (μέσ. και παθ.) <i>περιπείρομαι</i><br />α) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι», Αιλ.)<br />β) <b>μτφ.</b> εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πείρω]] «[[διατρυπώ]], [[διαπερνώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιπείρω:''' [[τρυπώ]] στη [[σούβλα]]· μεταφ., [[διαπερνώ]], ἑαυτοὺς [[περιπείρω]] ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''περιπείρω:''' [[τρυπώ]] στη [[σούβλα]]· μεταφ., [[διαπερνώ]], ἑαυτοὺς [[περιπείρω]] ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιπείρω''': [[πείρω]] [[περί]] τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ [[ξίφος]] περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. [[ἐμπίπτω]], ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς [[ἀνάγκη]] περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[pierce]] as with a [[spit]]: metaph. to [[pierce]], ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':peripe⋯rw 胚里-胚羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':關於-那邊(細察)<br />'''字義溯源''':完全穿入,刺透,刺穿;由([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍,有關)與([[πέραν]])=那邊)組成;其中 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 刺透了(1) 提前6:10 | |sngr='''原文音譯''':peripe⋯rw 胚里-胚羅<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':關於-那邊(細察)<br />'''字義溯源''':完全穿入,刺透,刺穿;由([[περί]] / [[περαιτέρω]])=經由,周圍,有關)與([[πέραν]])=那邊)組成;其中 ([[περί]] / [[περαιτέρω]])出自([[πέραν]])=那邊), ([[πέραν]])又出自([[πειράω]])X*=穿過)<br />'''出現次數''':總共(1);提前(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 刺透了(1) 提前6:10 | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 27 March 2024
English (LSJ)
A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27: metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10:—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2: metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11.
II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.
German (Pape)
[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.
French (Bailly abrégé)
f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l'hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πείρω doorboren:; κρέα... περιπεπαρμένα ὀβελοῖς stukken vlees die aan het braadspit waren geregen Luc. 22.2; overdr.. ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς zij hebben zichzelf gekweld met vele pijnen NT 1 Tim. 6.10.
Russian (Dvoretsky)
περιπείρω:
1 насквозь прокалывать, пронзать (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);
2 втыкать, насаживать (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям.
English (Strong)
from περί and the base of πέραν; to penetrate entirely, i.e. transfix (figuratively): pierce through.
English (Thayer)
1st aorist περιεπειρα; to pierce through (see περί, III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, others; metaphorically, ἑαυτόν ... ὀδύναις, to torture one's soul with sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, Philo in Flacc. § 1).
Greek Monolingual
ΜΑ
διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.)
αρχ.
1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῖς», ΚΔ)
3. (μέσ. και παθ.) περιπείρομαι
α) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι», Αιλ.)
β) μτφ. εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»].
Greek Monotonic
περιπείρω: τρυπώ στη σούβλα· μεταφ., διαπερνώ, ἑαυτοὺς περιπείρω ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.
Middle Liddell
to pierce as with a spit: metaph. to pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest.
Chinese
原文音譯:peripe⋯rw 胚里-胚羅
詞類次數:動詞(1)
原文字根:關於-那邊(細察)
字義溯源:完全穿入,刺透,刺穿;由(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關)與(πέραν)=那邊)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 刺透了(1) 提前6:10