ἐπιπλέκω: Difference between revisions
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epipleko | |Transliteration C=epipleko | ||
|Beta Code=e)piple/kw | |Beta Code=e)piple/kw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[wreathe]] [[into]] a chaplet, ''AP''12.256.5 (Mel.); νάρκισσον ὑακίνθῳ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.338.<br><span class="bld">2</span>. [[bind]], <b class="b3">αὐχένα δεσμῷ</b> ib.18.189; [[bind upon]], <b class="b3">ταρσῷ γυιοπέδην</b> ib.36.365:—Pass., Luc.''Cont.''16.<br><span class="bld">II</span>. metaph., [[interweave]], [[combine]], αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.''Rh.Al.''1438b5; τὸ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.''Rh.''2p.544S.; <b class="b3">ἐ. ἑαυτοὺς</b> <b class="b3">ταῖς προσόδοις</b> [[concern]] themselves [[with]], PTeb.6.39 (ii B.C.):—Pass., τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς.. πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2, cf. Luc.''Dem.Enc.''8; <b class="b3">τοῖς Ἕλλησιν ἐ.</b> to have dealings with.., Str.14.2.28; ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.''AJ''8.7.5; also, to [[have sexual intercourse]] [[with]], Posidon.36 J., D.S.36.2a; [[ἐπιπεπλεγμένος]] [[mixed]], Gal. ''Sect.Intr.''6; [[complex]], πυρετοί Id.7.432. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[wreathe]] [[into]] a chaplet, ''AP''12.256.5 (Mel.); νάρκισσον ὑακίνθῳ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.338.<br><span class="bld">2</span>. [[bind]], <b class="b3">αὐχένα δεσμῷ</b> ib.18.189; [[bind upon]], <b class="b3">ταρσῷ γυιοπέδην</b> ib.36.365:—Pass., Luc.''Cont.''16.<br><span class="bld">II</span>. metaph., [[interweave]], [[combine]], αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.''Rh.Al.''1438b5; τὸ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.''Rh.''2p.544S.; <b class="b3">ἐ. ἑαυτοὺς</b> <b class="b3">ταῖς προσόδοις</b> [[concern]] themselves [[with]], PTeb.6.39 (ii B.C.):—Pass., τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς.. πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2, cf. Luc.''Dem.Enc.''8; <b class="b3">τοῖς Ἕλλησιν ἐ.</b> to have dealings with.., Str.14.2.28; ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.''AJ''8.7.5; also, to [[have sexual intercourse]] [[with]], Posidon.36 J., [[Diodorus Siculus|D.S.]]36.2a; [[ἐπιπεπλεγμένος]] [[mixed]], Gal. ''Sect.Intr.''6; [[complex]], πυρετοί Id.7.432. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 08:09, 27 March 2024
English (LSJ)
A wreathe into a chaplet, AP12.256.5 (Mel.); νάρκισσον ὑακίνθῳ Nonn. D. 10.338.
2. bind, αὐχένα δεσμῷ ib.18.189; bind upon, ταρσῷ γυιοπέδην ib.36.365:—Pass., Luc.Cont.16.
II. metaph., interweave, combine, αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι Arist.Rh.Al.1438b5; τὸ διὰ τῶν αὐτῶν ὀνομάτων ἐπιπλέξαι Aristid.Rh.2p.544S.; ἐ. ἑαυτοὺς ταῖς προσόδοις concern themselves with, PTeb.6.39 (ii B.C.):—Pass., τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς.. πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Plb.4.28.2, cf. Luc.Dem.Enc.8; τοῖς Ἕλλησιν ἐ. to have dealings with.., Str.14.2.28; ξένοις ἐπιπλᾰκέντες ἔθεσιν J.AJ8.7.5; also, to have sexual intercourse with, Posidon.36 J., D.S.36.2a; ἐπιπεπλεγμένος mixed, Gal. Sect.Intr.6; complex, πυρετοί Id.7.432.
German (Pape)
[Seite 970] dazu flechten, einflechten, Ἡράκλειτον ἐπέπλεκεν, flocht ihn in den Kranz, Mel. 2 (XII, 256); νῆμα ἐπιπεπλεγμένον ἑκάστῳ Luc. Cont. 16; ἐπιπεπλεγμένα προβλήματα, verwickelt, Hermogen.; Pol. τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι 4, 28, 4; übh. vom Verkehr, τῶν ἄλλων οὐκ ἐπιπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν Strab. XIV, 662; von fleischlicher Vermischung, Ath. V, 211 f.
French (Bailly abrégé)
tresser (une guirlande, une couronne).
Étymologie: ἐπί, πλέκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπλέκω:
1 (сверх того), вплетать (νῆμα ἐπιπεπλεγμένον τινί Luc.);
2 перен. вводить, вставлять (в речь и т. п.) (τί τινι Arst. и τινά Anth.);
3 pass. сплетаться, смешиваться (τινι Luc.): ταῖς Ἑλληνικαῖς πράξεσιν ἐπιπεπλέχθαι Polyb. быть тесно связанным с греческой историей;
4 pass. вступать в связь (γυναικί τινι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλέκω: πλέκω ἐπί τινος, Ἀνθ. Π. 12. 256, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκ. 16. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., ἐμπλέκομαι, συμπλέκομαι μετά τινος, τὰς ἐπιβολὰς τὰς Ἀννίβου ταῖς… πράξεσιν ἐμπεπλέχθαι Πολύβ. 4. 28, 2, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 31, 8, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 8· ἐμπεπλέχθαι τινὶ Στράβ. 662· ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν μετά τινος, Διοδ. Ἐκλογ. 575. 51, Ἀθήν. 211Ε.
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλέκω)
περιπλέκω, μπερδεύω, ανακατώνω
νεοελλ.
(για αρρώστια) προκαλώ επιπλοκές, χειροτερεύω
αρχ.
1. πλέκω πάνω σε κάτι, προσθέτω πλέκοντας
2. δένω, δεσμεύω
3. συνδυάζω, συνδέω («ἐπιπλέκειν αὐτὰ τῷ τῆς παραλείψεως σχήματι», Αριστοτ.)
3. ανήκω
4. παθ. ἐπιπλέκομαι
εμπλέκομαι, συμπλέκομαι («τῶν ἄλλων οὐκ ἐμπλεκομένων τοῖς Ἕλλησιν», Στράβ.)
5. παθ. έρχομαι σε σαρκική επαφή
6. (μτχ. παθ. παρακμ. ἐπιπεπλεγμένος
α) αναμεμιγμένος
β) περίπλοκος.
Greek Monotonic
ἐπιπλέκω: μέλ. -ξω,
I. πλέκω στεφάνι από λουλούδια, σε Ανθ.
II. Παθ., εμπλέκομαι, συμπλέκομαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to wreathe into a chaplet, Anth.
II. Pass. to be interwoven with, Luc.