ζωογράφος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ζωογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=ζωογράφος | |Medium diacritics=ζωογράφος | ||
|Low diacritics=ζωογράφος | |Low diacritics=ζωογράφος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zoografos | |Transliteration C=zoografos | ||
|Beta Code=zwogra/fos | |Beta Code=zwogra/fos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, ''poet.'' for | |Definition=[ᾰ], ον, ''poet.'' for [[ζωγράφος]], Theoc.15.81 ([[varia lectio|v.l.]] [[ζῳογράφος]]). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. for ζωγράφος, Theoc.15.81 (v.l. ζῳογράφος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωογράφος -ου, ὁ [ζωός, γράφω] schilder.
Greek Monolingual
-ο (Α ζωογράφος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. ο ζωογράφος
α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων
β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2)
αρχ.
μτγν. τ. αντί ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)-(ΙΙ) + -γράφος (< γράφω), πρβλ. κακογράφος, ορθογράφος.
Greek Monotonic
ζωογράφος: -ον, ποιητ. αντί ζω-γράφος.
Greek (Liddell-Scott)
ζωογράφος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ζωγράφος, Θεόκρ. 15. 81.
Middle Liddell
ζωο-γράφος, ον poet. for ζωγράφος.]
German (Pape)
ὁ, p. = ζωγράφος, Theocr. 15.81.