ενάγω: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(11) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνάγω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον στο δικαστήριο, [[κατηγορώ]], [[κάνω]] [[αγωγή]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ως ουσ.) α) [[ενάγων]], | |mltxt=(AM [[ἐνάγω]])<br /><b>1.</b> [[φέρνω]] κάποιον στο δικαστήριο, [[κατηγορώ]], [[κάνω]] [[αγωγή]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. ως ουσ.) α) [[ενάγων]], [[ενάγουσα]], [[ενάγον]]<br />στην [[πολιτική]] [[δικονομία]], αυτός που υποβάλλει την [[αίτηση]] για [[παροχή]] έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει [[αγωγή]] [[εναντίον]] κάποιου, ο [[κατήγορος]], ο [[μηνυτής]]<br />β) [[εναγόμενος]], εναγόμενη, εναγόμενον<br />αυτός [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[αγωγή]], ο [[κατηγορούμενος]], ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο<br /><b>μσν.</b><br />ο εγκαλούμενος με [[αγωγή]] στο δικαστήριο για να πληρώσει [[οφειλή]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισάγω]] κάποιον [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[φέρνω]] [[μέσα]]<br /><b>2.</b> [[οδηγώ]], [[παροτρύνω]], [[προτρέπω]], [[παρακινώ]]<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]], [[συμβουλεύω]] με [[επιμονή]], [[εξεγείρω]]<br /><b>4.</b> (για μέταλλα) [[κατεργάζομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 30 March 2024
Greek Monolingual
(AM ἐνάγω)
1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή
2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ενάγουσα, ενάγον
στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή εναντίον κάποιου, ο κατήγορος, ο μηνυτής
β) εναγόμενος, εναγόμενη, εναγόμενον
αυτός εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή, ο κατηγορούμενος, ο εγκαλούμενος στο δικαστήριο
μσν.
ο εγκαλούμενος με αγωγή στο δικαστήριο για να πληρώσει οφειλή του
αρχ.
1. εισάγω κάποιον μέσα σε κάτι, φέρνω μέσα
2. οδηγώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρακινώ
3. επισπεύδω, συμβουλεύω με επιμονή, εξεγείρω
4. (για μέταλλα) κατεργάζομαι.