Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπρίω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(7)
 
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataprio
|Transliteration C=kataprio
|Beta Code=katapri/w
|Beta Code=katapri/w
|Definition=[ῑ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">saw up</b>, κορμοὺς ξύλων <span class="bibl">Hdt.7.36</span>; <b class="b2">saw asunder</b>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Su.</span>59</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">cut</b> or <b class="b2">bite into pieces</b>, κύμινον <span class="bibl">Theoc.10.55</span>; γλῶσσαν κυνόδοντι <span class="bibl">Nic. <span class="title">Al.</span>283</span>.</span>
|Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[saw up]], κορμοὺς ξύλων [[Herodotus|Hdt.]]7.36; [[saw asunder]], [[LXX]] ''Su.''59.<br><span class="bld">2</span> [[cut]] or [[bite into pieces]], κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. ''Al.''283.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1372.png Seite 1372]] (s. [[πρίω]]), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, teilen, [[κύμινον]] Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
}}
{{bailly
|btext=[[scier]], [[couper]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πρίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.
}}
{{elru
|elrutext='''καταπρίω:''' (ῑ)<br /><b class="num">1</b> [[распиливать]] (κορμοὺς ξόλων Her.);<br /><b class="num">2</b> [[разрезать]] или [[раскусывать]] (τὸ [[κύμινον]] Theocr.).
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπρίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[σχίζω]] με το [[πριόνι]], καταπριονίζω<br /><b>2.</b> [[σχίζω]] εντελώς<br /><b>3.</b> [[τεμαχίζω]], [[κομματιάζω]] με τα δόντια<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπρίομαι</i><br /><b>μτφ.</b> κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πρίω]] «[[πριονίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπρίω:''' [ῑ], μέλ. <i>-πριοῦμαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[πριονίζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κόβω]] ή [[κατασπαράττω]], [[ξεσχίζω]] σε κομμάτια, σε Θεόκρ.
}}
{{ls
|lstext='''καταπρίω''': ῑ, καταπριονίζω, [[σχίζω]] διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) [[κατακόπτω]] ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ [[κύμινον]] Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- [[ὡσαύτως]] -[[πρίζω]], διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -πριοῦμαι<br /><b class="num">1.</b> [[to saw up]], [[Hdt]].<br /><b class="num">2.</b> to cut or [[bite]] [[into]] pieces, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 07:31, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπρίω Medium diacritics: καταπρίω Low diacritics: καταπρίω Capitals: ΚΑΤΑΠΡΙΩ
Transliteration A: katapríō Transliteration B: katapriō Transliteration C: kataprio Beta Code: katapri/w

English (LSJ)

[ῑ],
A saw up, κορμοὺς ξύλων Hdt.7.36; saw asunder, LXX Su.59.
2 cut or bite into pieces, κύμινον Theoc.10.55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al.283.

German (Pape)

[Seite 1372] (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, teilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.

French (Bailly abrégé)

scier, couper.
Étymologie: κατά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πρίω zagen, doorsnijden:. καταπρίων τὸ κύμινον de komijn doorsnijdend Theocr. 10.55.

Russian (Dvoretsky)

καταπρίω: (ῑ)
1 распиливать (κορμοὺς ξόλων Her.);
2 разрезать или раскусывать (τὸ κύμινον Theocr.).

Greek Monolingual

καταπρίω (Α)
1. σχίζω με το πριόνι, καταπριονίζω
2. σχίζω εντελώς
3. τεμαχίζω, κομματιάζω με τα δόντια
4. παθ. καταπρίομαι
μτφ. κατατρώγομαι, βασανίζομαι από τη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πρίω «πριονίζω»].

Greek Monotonic

καταπρίω: [ῑ], μέλ. -πριοῦμαι,
1. πριονίζω, σε Ηρόδ.
2. κόβω ή κατασπαράττω, ξεσχίζω σε κομμάτια, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπρίω: ῑ, καταπριονίζω, σχίζω διὰ πρίονος, καταπρίσαντες κορμοὺς ξύλων Ἡρόδ. 7. 36. 2) κατακόπτω ἢ κατασπαράττω διὰ τῶν ὀδόντων εἰς τεμάχια, κ. τὸ κύμινον Θεόκρ. 10. 55, πρβλ., κ. γλῶσσαν κυνόδοντι Νικ. Ἀλεξιφ. 283∙- ὡσαύτως -πρίζω, διὰ τῆς θλίψεως ἁλίσκεσθαι καὶ καταπρίζεσθαι Ἀμφίλοχ.

Middle Liddell

fut. -πριοῦμαι
1. to saw up, Hdt.
2. to cut or bite into pieces, Theocr.