προβατογνώμων: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., [[ὅστις]] δ' ἀγαθὸς [[προβατογνώμων]], οὐκ ἔστι [[λαθεῖν]] ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] ον, die Heerde beurteilend, kennend, übertr., [[ὅστις]] δ' ἀγαθὸς [[προβατογνώμων]], οὐκ ἔστι [[λαθεῖν]] ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτογνώμων Medium diacritics: προβατογνώμων Low diacritics: προβατογνώμων Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: probatognṓmōn Transliteration B: probatognōmōn Transliteration C: provatognomon Beta Code: probatognw/mwn

English (LSJ)

προβατογνώμον, gen. ονος, good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).

German (Pape)

[Seite 711] ον, die Heerde beurteilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατογνώμων -ονος [πρόβατον, γνώμη] kenner van schapen; overdr. van mensenkenner. Aeschl. Ag. 795.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτογνώμων: ονος ὁ знаток паствы, опытный пастырь Aesch.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα
2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματογνώμων.

Greek Monotonic

προβᾰτογνώμων: -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ., έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.

Middle Liddell

προβᾰτο-γνώμων, ον,
a good judge of sheep: metaph. a good judge of character, Aesch.