μετουσία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metousia
|Transliteration C=metousia
|Beta Code=metousi/a
|Beta Code=metousi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[participation]], [[partnership]], [[communion]], μ. ἑορτῆς <span class="bibl">Ar. <span class="title">Ra.</span>446</span>; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>152</span>; <b class="b3">σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ</b>.; <span class="bibl">D.18.128</span>; <b class="b3">πεδίων μ</b>. [[enjoyment]], [[means of using]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.5.23</span>; τῶν δικαίων <span class="bibl">D.15.29</span>; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι <span class="bibl">Id.21.124</span>, cf. <span class="title">SIG</span>426.24 (Teos, iii B.C.), <span class="title">IG</span>12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), <span class="title">OGI</span>229.77. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Philos., = [[μέθεξις]], [[participation]] in the universal by the particular, <b class="b3">κατὰ μετοχήν τε καὶ μ</b>. Polyxenus ap.<span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Metaph.</span>84.18</span>; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ <span class="bibl">Plot.6.1.9</span>, cf. <span class="bibl">5.3.15</span>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span>p.557</span> S.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[participation]], [[partnership]], [[communion]], μ. ἑορτῆς Ar. ''Ra.''446; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν Id.''Th.''152; <b class="b3">σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ.</b>; D.18.128; <b class="b3">πεδίων μ.</b> [[enjoyment]], [[means of using]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.5.23; τῶν δικαίων D.15.29; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Id.21.124, cf. ''SIG''426.24 (Teos, iii B.C.), ''IG''12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), ''OGI''229.77.<br><span class="bld">II</span> in Philos., = [[μέθεξις]], [[participation]] in the universal by the particular, <b class="b3">κατὰ μετοχήν τε καὶ μ.</b> Polyxenus ap.Alex.Aphr. ''in Metaph.''84.18; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ Plot.6.1.9, cf. 5.3.15, Procl.''in Prm.''p.557 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, Theilnahme, οἷς [[μετουσία]] θεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; [[μετουσία]] ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] ἡ, Teilnahme, οἷς [[μετουσία]] θεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; [[μετουσία]] ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[participation]], [[communauté]];<br /><b>2</b> [[possession]] ; domination.<br />'''Étymologie:''' part. de [[μέτειμι]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''μετουσία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1</b> [[участие]] (ἑορτῆς Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[пользование]], [[обладание]] (αἱ τῆς ἰσηγορίας καὶ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.): μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. господство (преобладание, превосходство) в открытом поле.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μετουσία''': ἡ, [[μετοχή]], [[συμμετοχή]], [[κοινωνία]], μ. ἔχειν τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 443, πρβλ. Θεσμ. 152· σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς [[μετουσία]]; Δημ. 269. 26: ἱππικὸν δὲ καταστήσας Περσῶν πεποίηκε Πέρσαις καὶ πεδίων [[εἶναι]] μετουσίαν, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ ἔχωσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ πεδιάδας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 23: [[μέθεξις]], τῶν δικαίων Δημ. 199. 15· τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῖν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Δημ. 555. 17· οἷς [ἐστι] ἡ μ. τοῦ σημείου Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2891b.
|lstext='''μετουσία''': ἡ, [[μετοχή]], [[συμμετοχή]], [[κοινωνία]], μ. ἔχειν τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 443, πρβλ. Θεσμ. 152· σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς [[μετουσία]]; Δημ. 269. 26: ἱππικὸν δὲ καταστήσας Περσῶν πεποίηκε Πέρσαις καὶ πεδίων [[εἶναι]] μετουσίαν, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ ἔχωσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ πεδιάδας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 23: [[μέθεξις]], τῶν δικαίων Δημ. 199. 15· τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῖν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Δημ. 555. 17· οἷς [ἐστι] ἡ μ. τοῦ σημείου Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2891b.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> participation, communauté;<br /><b>2</b> possession ; domination.<br />'''Étymologie:''' part. de [[μέτειμι]]¹.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετουσία:''' ἡ, [[συμμετοχή]], [[συνεργασία]], [[κοινωνία]] ([[μετοχή]]), <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Αριστοφ., Δημ.
|lsmtext='''μετουσία:''' ἡ, [[συμμετοχή]], [[συνεργασία]], [[κοινωνία]] ([[μετοχή]]), <i>τινός</i>, ενός πράγματος, σε Αριστοφ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετουσία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> [[участие]] (ἑορτῆς Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[пользование]], [[обладание]] (αἱ τῆς ἰσηγορίας καὶ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.): μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. господство (преобладание, превосходство) в открытом поле.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 07:39, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετουσία Medium diacritics: μετουσία Low diacritics: μετουσία Capitals: ΜΕΤΟΥΣΙΑ
Transliteration A: metousía Transliteration B: metousia Transliteration C: metousia Beta Code: metousi/a

English (LSJ)

ἡ,
A participation, partnership, communion, μ. ἑορτῆς Ar. Ra.446; μετουσίαν δεῖ τῶν τρόπων τὸ σῶμ' ἔχειν Id.Th.152; σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μ.; D.18.128; πεδίων μ. enjoyment, means of using, X.Cyr.8.5.23; τῶν δικαίων D.15.29; τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Id.21.124, cf. SIG426.24 (Teos, iii B.C.), IG12(3).1296.23 (Thera, ii B.C.), OGI229.77.
II in Philos., = μέθεξις, participation in the universal by the particular, κατὰ μετοχήν τε καὶ μ. Polyxenus ap.Alex.Aphr. in Metaph.84.18; ὁ μὲν αἰσχρός, ὁ δὲ αἰσχίων εἴδους τοῦ αὐτοῦ μετουσίᾳ Plot.6.1.9, cf. 5.3.15, Procl.in Prm.p.557 S.

German (Pape)

[Seite 162] ἡ, Teilnahme, οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς, Ar. Ran. 443; μετουσία ἐστὶν αὐτοῖς πεδίων, sie können sich die Ebenen aneignen, Xen. Cyr. 8, 5, 23; Sp., auch im plur., Dem. 21, 124.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 participation, communauté;
2 possession ; domination.
Étymologie: part. de μέτειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

μετουσία: ἡ тж. pl.
1 участие (ἑορτῆς Arph.);
2 пользование, обладание (αἱ τῆς ἰσηγορίας καὶ αἱ τῆς ἐλευθεοιας μετουσίαι Dem.): μ. τοῦ πεδίου Xen. воен. господство (преобладание, превосходство) в открытом поле.

Greek (Liddell-Scott)

μετουσία: ἡ, μετοχή, συμμετοχή, κοινωνία, μ. ἔχειν τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 443, πρβλ. Θεσμ. 152· σοὶ δὲ ἀρετῆς… τίς μετουσία; Δημ. 269. 26: ἱππικὸν δὲ καταστήσας Περσῶν πεποίηκε Πέρσαις καὶ πεδίων εἶναι μετουσίαν, ἔκαμε τοὺς Πέρσας νὰ ἔχωσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν των καὶ πεδιάδας, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 23: μέθεξις, τῶν δικαίων Δημ. 199. 15· τὰς τῆς ἰσηγορίας καὶ τὰς τῆς ἐλευθερίας ἡμῖν μετουσίας ἀφαιρεῖσθαι Δημ. 555. 17· οἷς [ἐστι] ἡ μ. τοῦ σημείου Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2891b.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μετουσία) μέτειμι (Ι)]
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ἡ θεία μετουσία» — η θεία μετάληψη, η θεία κοινωνία
αρχ.
1. (γενικά) μέθεξη, συμμετοχή («ἀνθοφόρον ἀν' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς», Αριστοφ.)
2. αλληλεγγύη, συντροφικότητα
3. (φιλοσ.) συμμετοχή του μέρους στο σύνολο, στο όλο.

Greek Monotonic

μετουσία: ἡ, συμμετοχή, συνεργασία, κοινωνία (μετοχή), τινός, ενός πράγματος, σε Αριστοφ., Δημ.

Middle Liddell

μετουσία, ἡ,
participation, partnership, communion, τινός, in a thing, Ar., Dem.

English (Woodhouse)

partnership, share, participation in, partnership in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)