παχυμερής: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0539.png Seite 539]] ές, aus dicken od. groben Teilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />formé de parties épaisses, gros, épais;<br /><i>Sp.</i> παχυμερέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[μέρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰχῠμερής:''' [[состоящий из толстых или плотных частей]] (τὸ [[ψυχρόν]] Plat.; ''[[sc.]]'' [[ὕδωρ]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]». | |lstext='''πᾰχῠμερής''': -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν [[μέρος]], Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, [[παχυλός]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, [[παχέως]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), | |mltxt=-ές, ΝΑ<br />[[υλιστικός]], [[πεζός]], προσηλωμένος στα εγκόσμια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, [[σωματώδης]], [[εύσωμος]]<br /><b>2.</b> [[σωματικός]], [[υλικός]]<br /><b>3.</b> [[πρόχειρος]] και [[χονδρικός]], [[κατά]] [[προσέγγιση]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παχύς]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παχυμερές</i><br />το πυκνό [[μέρος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παχυμερῶς</i> Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> χονδρικώς, με γενικό τρόπο, [[κατά]] [[προσέγγιση]], αδρά<br /><b>2.</b> επί [[τροχάδην]], [[γρήγορα]] («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[λεπτομερής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πᾰχῠμερής:''' -ές, αυτός που αποτελείται από [[πυκνά]] και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ. | |lsmtext='''πᾰχῠμερής:''' -ές, αυτός που αποτελείται από [[πυκνά]] και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πᾰχῠ-μερής, ές<br />consisting of [[thick]] or [[coarse]] parts: metaph. in adv. roughly, Strab. | |mdlsjtxt=πᾰχῠ-μερής, ές<br />consisting of [[thick]] or [[coarse]] parts: metaph. in adv. roughly, Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 10 April 2024
English (LSJ)
παχυμερές,
A consisting of thick or coarse parts, Ti.Locr.100e (Comp.), Arist.Pr.873a6; ἀήρ Corn.ND5 (Sup.); τὸ παχυμερές the dense part, Epicur.Ep.2p.51U.; τὸ παχυμερέστερον, opp. τὸ λεπτομερέστερον, Arist.Cael.304a31; τὸ παχυμερέστατον Placit.1.3.11.
II metaph. in Adv., loosely, broadly, roughly, εἴρηται παχυμερῶς Str.1.4.7, cf. 8 (Comp.), Ach. Tat.Intr.Arat. 18; cursorily, ἐξετάζειν Just.Nov. 53.4.1.
German (Pape)
[Seite 539] ές, aus dicken od. groben Teilen bestehend, Tim. Locr. 100 e u. Sp., wie Plut. Quaest. nat. 5. – Adv., Strab. I p. 66.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
formé de parties épaisses, gros, épais;
Sp. παχυμερέστατος.
Étymologie: παχύς, μέρος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰχῠμερής: состоящий из толстых или плотных частей (τὸ ψυχρόν Plat.; sc. ὕδωρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχῠμερής: -ές, ὁ ἐκ τῶν παχέων ἢ ἁδρῶν μερῶν συνιστάμενος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Προβλ. 3. 14· τὸ παχυμερές, τὸ πυκνὸν μέρος, Διογ. Λ. 7. 142· τὸ παχυμερέστερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεπτομερέστερον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 8. ΙΙ. μεταφορ. ἐν τῷ ἐπίρρ. = τῷ παχυλῶς, παχυμερῶς εἰρῆσθαι Στράβ. 66· πρβλ. παχὺς Ι. 2, παχυλός. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχυμερῶς· ἁδρῶς, παχέως».
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος
2. σωματικός, υλικός
3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση
4. μτφ. παχύς
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές
το πυκνό μέρος.
επίρρ...
παχυμερῶς Α
1. (κατά τον Ησύχ.) χονδρικώς, με γενικό τρόπο, κατά προσέγγιση, αδρά
2. επί τροχάδην, γρήγορα («παχυμερῶς ἐξετάζειν», Ιουστιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -μερής (< μέρος), πρβλ. λεπτομερής].
Greek Monotonic
πᾰχῠμερής: -ές, αυτός που αποτελείται από πυκνά και χοντρά κομμάτια· μεταφ. ως επίρρ., χονδροειδώς, σε Στράβ.
Middle Liddell
πᾰχῠ-μερής, ές
consisting of thick or coarse parts: metaph. in adv. roughly, Strab.