κοσμιότης: Difference between revisions
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<i>defin</i>" to "<i>defin</i>") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=ητος, ἡ, <i>die [[Eigenschaft]] des [[κόσμιος]], ein ordentliches, gesetztes, gesittetes [[Betragen]], [[Anstand]], [[Ehrbarkeit]]</i>, nach Plat. <i> | |ptext=ητος, ἡ, <i>die [[Eigenschaft]] des [[κόσμιος]], ein ordentliches, gesetztes, gesittetes [[Betragen]], [[Anstand]], [[Ehrbarkeit]]</i>, nach Plat. <i>defin</i>. 412d [[ὕπειξις]] ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, [[εὐταξία]] περὶ κίνησιν σώματος; [[neben]] [[σωφροσύνη]], <i>Gorg</i>. 508a; Ar. <i>Plut</i>. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59.80; <span class="ggns">Gegensatz</span> der [[ἀκολασία]], Arist. <i>Eth</i>. 2.8; Sp., wie Luc. <i>Tim</i>. 55. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:47, 24 April 2024
English (LSJ)
-ητος, ἡ, propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt. 307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κοσμιότης καὶ σωφροσύνη Pl.Grg. 508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d'esprit ou modération de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.
German (Pape)
ητος, ἡ, die Eigenschaft des κόσμιος, ein ordentliches, gesetztes, gesittetes Betragen, Anstand, Ehrbarkeit, nach Plat. defin. 412d ὕπειξις ἑκουσία πρὸς τὸ φανὲν βέλτιστον, εὐταξία περὶ κίνησιν σώματος; neben σωφροσύνη, Gorg. 508a; Ar. Plut. 564; διὰ κοσμιότητος ζημιοῦν Dem. 59.80; Gegensatz der ἀκολασία, Arist. Eth. 2.8; Sp., wie Luc. Tim. 55.
Russian (Dvoretsky)
κοσμιότης: ητος ἡ скромность, добропорядочность, порядочность, честность (κ. καὶ σωφροσύνη Plat., Plut.).
Greek Monotonic
κοσμιότης: -ητος, ἡ, κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευταξία, πρέπουσα συμπεριφορά, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.
Middle Liddell
κοσμιότης, ητος, [from κόσμιος
propriety, decorum, orderly behaviour, Ar., Plat.