στεγνόω: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] dicht machen, bes. den Leib verstopfen, adstringiren, Medic. – Auch löthen, kitten. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0932.png Seite 932]] dicht machen, bes. den Leib verstopfen, adstringiren, Medic. – Auch löthen, kitten. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. [[zich dichten]], [[zich sluiten]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]]. | |lstext='''στεγνόω''': (στεγνὸς) [[καλύπτω]] στεγνῶς, ἑρμητικῶς, [[κλείω]] καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., [[ἐμποδίζω]], σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. [[συστεγνόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=στεγνῶ, [[στεγνόω]], ΝΜΑ [[στεγνός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] στεγνό [[κάτι]], [[αφαιρώ]] την [[υγρασία]] του («[[στεγνώνω]] τα ρούχα στον ήλιο»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αποβάλλω]] την [[υγρασία]], [[γίνομαι]] [[στεγνός]] («στέγνωσε το [[πάτωμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αδυνατίζω]] («στέγνωσε από τη [[στενοχώρια]] του»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «στέγνωσε το [[στόμα]] μου [ή το [[χείλι]] μου]» — ξεράθηκε το [[στόμα]] μου από τη [[δίψα]]<br />β) «στέγνωσαν τα μάτια μου [ή τα δάκρυά μου]» — έχω κλάψει [[πάρα]] πολύ, δεν [[μπορώ]] να κλάψω [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καλύπτω]] ερμητικά [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] υδατοστεγές [[κάτι]], [[προστατεύω]] [[οικοδόμημα]] ή [[ανάχωμα]] από τη [[βροχή]] ή την [[υγρασία]]<br /><b>2.</b> [[σταματώ]] την [[αιμορραγία]] ή άλλες εκκρίσεις<br /><b>3.</b> (το παθ.) <i>στεγνοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[δυσκοίλιος]]<br /><b>4.</b> συμπιέζομαι («[[πάπυρος]] στεγνουμένη»). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 28 May 2024
English (LSJ)
A close, πώματι τὸ ἀγγεῖον Gal.17(2).160, cf. 161:—Pass., Hero Spir. 1Praef., al.; of the pores, Gal.18(1).145.
2 make a building watertight, IG11(2).154 A 36, cf. 161 A114 (Delos, iii B.C.): —Pass., of embankments, χώματα ἐστεγνωμένα PSI4.315.25 (ii A.D.).
II make costive, Alex.Aphr.Pr.1 Praef. (Pass.); check discharge, μήτρα ἐστεγνωμένη Dsc.1.23; ὦτα πυορροοῦντα στεγνοῖ Id.2.81.
2 compress, πάπυρος στεγνουμένη Id.1.86; ἔριον μαλακὸν ἐστενωμένον (fort. ἐστεγνωμένον) Heliod. ap. Orib.46.19.2.
German (Pape)
[Seite 932] dicht machen, bes. den Leib verstopfen, adstringiren, Medic. – Auch löthen, kitten.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεγνόω [στεγνός] alleen med.-pass. zich dichten, zich sluiten.
Greek (Liddell-Scott)
στεγνόω: (στεγνὸς) καλύπτω στεγνῶς, ἑρμητικῶς, κλείω καλά, τί τινι Γαλην. ΙΙ. κάμνω τινὰ δυσκοίλιον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, ἐν προοιμ. -Παθ., ἐμποδίζω, σταματῶ αἱμορραγίαν ἢ ἄλλας ἐκκρίσεις χυμῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ. 2) κολλῶ μέταλλα διὰ κολλήσεως μεταλλικῆς (τηκομένης), πρβλ. συστεγνόω.
Greek Monolingual
στεγνῶ, στεγνόω, ΝΜΑ στεγνός
νεοελλ.
1. καθιστώ στεγνό κάτι, αφαιρώ την υγρασία του («στεγνώνω τα ρούχα στον ήλιο»)
2. (αμτβ.) αποβάλλω την υγρασία, γίνομαι στεγνός («στέγνωσε το πάτωμα»)
3. μτφ. αδυνατίζω («στέγνωσε από τη στενοχώρια του»)
4. φρ. α) «στέγνωσε το στόμα μου [ή το χείλι μου]» — ξεράθηκε το στόμα μου από τη δίψα
β) «στέγνωσαν τα μάτια μου [ή τα δάκρυά μου]» — έχω κλάψει πάρα πολύ, δεν μπορώ να κλάψω άλλο
μσν.-αρχ.
καλύπτω ερμητικά κάτι
αρχ.
1. καθιστώ υδατοστεγές κάτι, προστατεύω οικοδόμημα ή ανάχωμα από τη βροχή ή την υγρασία
2. σταματώ την αιμορραγία ή άλλες εκκρίσεις
3. (το παθ.) στεγνοῦμαι, -όομαι
γίνομαι δυσκοίλιος
4. συμπιέζομαι («πάπυρος στεγνουμένη»).