εὐώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(CSV import)
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evodis
|Transliteration C=evodis
|Beta Code=eu)w/dhs
|Beta Code=eu)w/dhs
|Definition=ες, ([[ὄδωδα]]) [[sweet-smelling]], [[fragrant]], [[suaveolent]], [[having a pleasant scent]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; [[κυπάρισσος]] 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος Hdt.3.112; [[ἄδυτον]] Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. [[δυσώδης]], Arist.de An.421b23; εὐῶδες [[ὄζειν]] Id.Pr.906b14; of [[wine]]s, [[having a bouquet]], PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: [[εὔοσμος]]; Lat. [[suaveolens]], [[halans]].
|Definition=εὐῶδες, ([[ὄδωδα]]) [[sweet-smelling]], [[fragrant]], [[suaveolent]], [[having a pleasant scent]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; [[κυπάρισσος]] 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος [[Herodotus|Hdt.]]3.112; [[ἄδυτον]] Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. [[δυσώδης]], Arist.de An.421b23; εὐῶδες [[ὄζειν]] Id.Pr.906b14; of [[wine]]s, [[having a bouquet]], PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: [[εὔοσμος]]; Lat. [[suaveolens]], [[halans]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] ες, wohlriechend, angenehm duftend, [[θάλαμος]] Il. 3, 382, [[κυπάρισσος]] Od. 5, 64, [[ἔλαιον]] 2, 339; [[ἄνθος]], ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch. Pers. 609, [[φλόξ]] Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, [[τόπος]] Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = [[εὐωδία]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] εὐῶδες, [[wohlriechend]], [[angenehm duftend]], [[θάλαμος]] Il. 3, 382, [[κυπάρισσος]] Od. 5, 64, [[ἔλαιον]] 2, 339; [[ἄνθος]], ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας [[καρπός]] Aesch. Pers. 609, [[φλόξ]] Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, [[τόπος]] Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = [[εὐωδία]], Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui exhale une odeur agréable]], [[odoriférant]];<br /><i>Cp.</i> εὐωδέστερος, <i>Sp.</i> εὐωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄζω]].
|btext=ης, εὐῶδες:<br />[[qui exhale une odeur agréable]], [[odoriférant]];<br /><i>Cp.</i> εὐωδέστερος, <i>Sp.</i> εὐωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐώδης''': -ες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
|lstext='''εὐώδης''': εὐῶδες, (ὄζω, [[ὄδωδα]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, [[εὔοσμος]], [[πλήρης]] εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ [[δυσώδης]], ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες [[ἔλαιον]] Ὀδ. Β. 339· [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]] Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = [[εὐωδία]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐώδης]], -ες)<br />αυτός που αποπνέει ευχάριστη [[μυρωδιά]], [[εύοσμος]], [[μυρωδάτος]], μοσχομυρισμένος («εὐῶδες [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐωδῶς]] (Μ)<br />με ωραία, γλυκιά [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄζω|όζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>jω</i>) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωδ</i>- της ρίζας <i>οδ</i>- (<i>οδ</i>-<i>μή</i> > [[οσμή]]), [[πρβλ]]. [[δυσώδης]]. Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[αιματώδης]], [[ζοφώδης]])].
|mltxt=-ες (ΑΜ [[εὐώδης]], εὐῶδες)<br />αυτός που αποπνέει ευχάριστη [[μυρωδιά]], [[εύοσμος]], [[μυρωδάτος]], μοσχομυρισμένος («εὐῶδες [[ἔλαιον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐωδῶς]] (Μ)<br />με ωραία, γλυκιά [[μυρωδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄζω|όζω]] <span style="color: red;"><</span> <i>όδ</i>-<i>jω</i>) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωδ</i>- της ρίζας <i>οδ</i>- (<i>οδ</i>-<i>μή</i> > [[οσμή]]), [[πρβλ]]. [[δυσώδης]]. Από τέτοια [[σύνθετα]] προήλθε η παραγωγική [[κατάληξη]] -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[αιματώδης]], [[ζοφώδης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐώδης:''' -ες ([[ὄδωδα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[μυρωδιά]], ευωδιαστός, [[αρωματικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>εὐωδέστατος</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐώδης:''' εὐῶδες ([[ὄδωδα]]), αυτός που έχει γλυκιά [[μυρωδιά]], ευωδιαστός, [[αρωματικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>εὐωδέστατος</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ώδης, ες [[ὄδωδα]]<br />[[sweet]]-[[smelling]], [[fragrant]], Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.
|mdlsjtxt=εὐ-ώδης, εὐῶδες [[ὄδωδα]]<br />[[sweet]]-[[smelling]], [[fragrant]], Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=εὐωδιαστός). Ἀπό το [[εὖ]] + [[ὄδωδα]] τοῦ [[ὄζω]] (=[[μυρίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[εὐωδιαστός]]). Ἀπό το [[εὖ]] + [[ὄδωδα]] τοῦ [[ὄζω]] (=[[μυρίζω]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ες [[oloroso]] de un vino ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα <b class="b3">mezcla todo a partes iguales con vino oloroso</b> P IV 1837
}}
}}

Latest revision as of 18:32, 13 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐώδης Medium diacritics: εὐώδης Low diacritics: ευώδης Capitals: ΕΥΩΔΗΣ
Transliteration A: euṓdēs Transliteration B: euōdēs Transliteration C: evodis Beta Code: eu)w/dhs

English (LSJ)

εὐῶδες, (ὄδωδα) sweet-smelling, fragrant, suaveolent, having a pleasant scent, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Il.3.382; ἔλαιον Od.2.339; κυπάρισσος 5.64: Comp. εὐωδέστερος Pl.Hp.Ma.290e, Arist.Pr.877b25: Sup. εὐωδέστατος Hdt.3.112; ἄδυτον Pi.O.7.32, cf. B.13.40, etc.; ὀδόντες Hp.Mul.2.185; opp. δυσώδης, Arist.de An.421b23; εὐῶδες ὄζειν Id.Pr.906b14; of wines, having a bouquet, PTeb.120.62 (i B. C.), etc. See also: εὔοσμος; Lat. suaveolens, halans.

German (Pape)

[Seite 1111] εὐῶδες, wohlriechend, angenehm duftend, θάλαμος Il. 3, 382, κυπάρισσος Od. 5, 64, ἔλαιον 2, 339; ἄνθος, ἄδυτον Pind. N. 11, 41 Ol. 7, 32; ἐλαίας καρπός Aesch. Pers. 609, φλόξ Ag. 583; κῆποι Ar. Av. 1067; sp. D., wie in Prosa, τόπος Plat. Conv. 196 b; εὐωδέστατος Phaedr. 230 b; – τὸ εὐῶδες, = εὐωδία, Plut. Symp. 4, 1, 3. – Über die Betonung vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 254.

French (Bailly abrégé)

ης, εὐῶδες:
qui exhale une odeur agréable, odoriférant;
Cp. εὐωδέστερος, Sp. εὐωδέστατος.
Étymologie: εὖ, ὄζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐώδης: ὄζω благовонный, благоуханный, душистый (θάλαμος, κυπάρισσος Hom.; ἄνθος Pind.; ἐλαίας καρπός Aesch.; κῆποι Arph.; λήδανον Her.; τόπος Plat.; ὀσμή Arst.; φυτά, ἀρώματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐώδης: εὐῶδες, (ὄζω, ὄδωδα) ὡς καὶ νῦν, ἔχων καλὴν ὀσμήν, εὔοσμος, πλήρης εὐωδίας, ἀντίθετον τῷ δυσώδης, ἐν θαλάμῳ εὐώδεϊ Ἰλ. Γ. 382· εὐῶδες ἔλαιον Ὀδ. Β. 339· εὐώδης κυπάρισσος Ε. 64· εὐωδέστατος Ἡρόδ. 3. 112· ἀκολούθως παρὰ Πινδ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ πεζολόγοις· - τὸ εὐῶδες = εὐωδία, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 11· εὐῶδες ὄζειν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 12. 3.

English (Autenrieth)

ες (ὄζω, ὄδωδα): sweet-smelling, fragrant.

English (Slater)

εὐώδης sweet smelling εὐώδεος ἐξ ἀδύτου (O. 7.32) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον (N. 11.41)

Spanish

oloroso

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ εὐώδης, εὐῶδες)
αυτός που αποπνέει ευχάριστη μυρωδιά, εύοσμος, μυρωδάτος, μοσχομυρισμένος («εὐῶδες ἔλαιον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εὐωδῶς (Μ)
με ωραία, γλυκιά μυρωδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ωδης (< όζω < όδ-) τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωδ- της ρίζας οδ- (οδ-μή > οσμή), πρβλ. δυσώδης. Από τέτοια σύνθετα προήλθε η παραγωγική κατάληξη -ώδης (πρβλ. αιματώδης, ζοφώδης)].

Greek Monotonic

εὐώδης: εὐῶδες (ὄδωδα), αυτός που έχει γλυκιά μυρωδιά, ευωδιαστός, αρωματικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· εὐωδέστατος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐ-ώδης, εὐῶδες ὄδωδα
sweet-smelling, fragrant, Hom., etc.; εὐωδέστατος Hdt.

English (Woodhouse)

fragrant, sweet-smelling

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=εὐωδιαστός). Ἀπό το εὖ + ὄδωδα τοῦ ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ες oloroso de un vino ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα mezcla todo a partes iguales con vino oloroso P IV 1837