περίπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
m (Text replacement - " ;" to ";")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periptosis
|Transliteration C=periptosis
|Beta Code=peri/ptwsis
|Beta Code=peri/ptwsis
|Definition=εως, Ion. ιος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[encountering]], [[falling into]] the earth's shadow, <span class="bibl">Cleom.2.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[περίπτωμα]] ([[accidental happening]], [[calamity]], [[lucky chance]]), <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.144</span>(pl.), <span class="bibl">Hld.6.14</span>, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>1.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[experience]], <b class="b3">ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος</b> ποιέηται τὴν ἀρχήν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Praec.</span>1</span>; <b class="b3">οὔτε πεῖρα οὔτε π</b>. Plu.2.918ctit.; <b class="b3">ἄλογος τριβὴ καὶ π</b>. ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον <span class="title">Stoic.</span>2.29, al., cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>2.164S., <span class="bibl">Diog.Oen.10</span> (pl.).</span>
|Definition=περιπτώσεως, Ion. περιπτώσιος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[encountering]], [[falling into]] the earth's shadow, Cleom.2.6.<br><span class="bld">II</span> = [[περίπτωμα]] ([[accidental happening]], [[calamity]], [[lucky chance]]), S.E.''P.''1.144(pl.), Hld.6.14, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.''M.''1.25.<br><span class="bld">III</span> [[experience]], <b class="b3">ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος</b> ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.''Praec.''1; <b class="b3">οὔτε πεῖρα οὔτε π.</b> Plu.2.918ctit.; <b class="b3">ἄλογος τριβὴ καὶ π.</b> ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον ''Stoic.''2.29, al., cf. Phld.''Rh.''2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] ἡ, [[Zufall]], [[Ereigniß]], [[Gelegenheit]], Sp.
}}
{{ls
|lstext='''περίπτωσις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, [[καταινέω]]... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· [[φιλοσοφία]] κατὰ π. [[ἐπήβολος]] τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />conjoncture, accident.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
|btext=περιπτώσεως (ἡ) :<br />[[conjoncture]], [[accident]].<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περίπτωσις:''' εως ἡ случайность ([[ἄλογος]] τριβὴ καὶ π. Plut.): [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.
|elrutext='''περίπτωσις:''' περιπτώσεως [[случайность]] ([[ἄλογος]] τριβὴ καὶ π. Plut.): [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περίπτωσις -εως, ἡ [περιπίπτω] ervaring.
|elnltext=περίπτωσις περιπτώσεως, ἡ [περιπίπτω] [[ervaring]].
}}
{{ls
|lstext='''περίπτωσις''': ἡ, [[σύμπτωσις]], τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, [[καταινέω]]... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· [[φιλοσοφία]] κατὰ π. [[ἐπήβολος]] τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· [[οὔτε]] [[πεῖρα]] [[οὔτε]] π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[περίπτωσις]], -ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ιος Α [[περιπίπτω]]<br />[[καθετί]] που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο [[περιστατικό]], πιθανή [[κατάσταση]], ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται [[περίπτωση]] σύρραξης»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[μορφή]], ο [[τρόπος]] [[κατά]] τον οποίο μπορεί να συμβεί ή να εκδηλωθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εν ῃ περιπτώσει» ή «στην [[περίπτωση]] που [ή [[κατά]] την οποία]» — εάν συμβεί να...<br />β) «σε αντίθετη [[περίπτωση]]» — αν, αντίθετα, συμβεί να...<br />γ) «σε [[καμιά]] [[περίπτωση]]» — [[ουδέποτε]], [[ποτέ]]<br />δ) «εν πάση περιπτώσει» — όπως και αν έχουν τα πράγματα, [[οπωσδήποτε]]<br />ε) «σε αυτήν την [[περίπτωση]]» — αν συμβεί αυτό<br />στ) (<b>για πρόσ.</b>) (με μτφ. σημ.) «[[είναι]] [[περίπτωση]]» — παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στη [[συμπεριφορά]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αστέρα) η [[είσοδος]] στη [[σκιά]] της Γής<br /><b>2.</b> [[πείρα]], [[εμπειρία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ περιπτώσεως» — συμπτωματικά.
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 23 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπτωσις Medium diacritics: περίπτωσις Low diacritics: περίπτωσις Capitals: ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: períptōsis Transliteration B: periptōsis Transliteration C: periptosis Beta Code: peri/ptwsis

English (LSJ)

περιπτώσεως, Ion. περιπτώσιος, ἡ,
A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.
II = περίπτωμα (accidental happening, calamity, lucky chance), S.E.P.1.144(pl.), Hld.6.14, etc.; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.M.1.25.
III experience, ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit.; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.

French (Bailly abrégé)

περιπτώσεως (ἡ) :
conjoncture, accident.
Étymologie: περιπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωσις: περιπτώσεως ἡ случайность (ἄλογος τριβὴ καὶ π. Plut.): οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωσις περιπτώσεως, ἡ [περιπίπτω] ervaring.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, καταινέω... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· φιλοσοφία κατὰ π. ἐπήβολος τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· οὔτε πεῖρα οὔτε π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.

Greek Monolingual

η / περίπτωσις, -ώσεως, ΝΑ, ιων. τ. γεν. -ιος Α περιπίπτω
καθετί που συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, τυχαίο περιστατικό, πιθανή κατάσταση, ενδεχόμενο («δεν προβλέπεται περίπτωση σύρραξης»)
νεοελλ.
1. η μορφή, ο τρόπος κατά τον οποίο μπορεί να συμβεί ή να εκδηλωθεί κάτι
2. φρ. α) «εν ῃ περιπτώσει» ή «στην περίπτωση που [ή κατά την οποία]» — εάν συμβεί να...
β) «σε αντίθετη περίπτωση» — αν, αντίθετα, συμβεί να...
γ) «σε καμιά περίπτωση» — ουδέποτε, ποτέ
δ) «εν πάση περιπτώσει» — όπως και αν έχουν τα πράγματα, οπωσδήποτε
ε) «σε αυτήν την περίπτωση» — αν συμβεί αυτό
στ) (για πρόσ.) (με μτφ. σημ.) «είναι περίπτωση» — παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά του
αρχ.
1. (για αστέρα) η είσοδος στη σκιά της Γής
2. πείρα, εμπειρία
3. φρ. «ἀπὸ περιπτώσεως» — συμπτωματικά.