ὑπερχαίρω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερχαιρήσω <i>ou</i> ὑπερχαρήσομαι, <i>etc.</i><br />se réjouir extrêmement ; τινι, [[ἐπί]] τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χαίρω]].
|btext=<i>f.</i> ὑπερχαιρήσω <i>ou</i> ὑπερχαρήσομαι, <i>etc.</i><br />se réjouir extrêmement ; τινι, ἐπί τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[χαίρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 06:20, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερχαίρω Medium diacritics: ὑπερχαίρω Low diacritics: υπερχαίρω Capitals: ΥΠΕΡΧΑΙΡΩ
Transliteration A: hyperchaírō Transliteration B: hyperchairō Transliteration C: yperchairo Beta Code: u(perxai/rw

English (LSJ)

aor. -εχάρην Hp.Morb.Sacr.17, late aor. -έχηρα Procop.Gaz.p.147 B.:—rejoice exceedingly at a thing, δώροις E.Med. 1165; ἐπὶ τοῖς γάμοις Plu.2.1098b; τούτων ἀκούσας ὑπερέχηρεν ὁ Πηλεύς Procop.Gaz. l.c.: c. part., μανθάνων ὑ., ὁρῶν ὑ., X.Cyr.1.3.3, Luc.Nec.12: also ὑ. ὅταν... ὅτι... X.HG4.1.10, Cyn.4.4: abs., Hp. Morb.Sacr.17, Plu.Ages.33, Luc.VH1.30.

German (Pape)

[Seite 1204] (s. χαίρω), sich übermäßig freuen, τινί, über Etwas, δώροις Eur. Med. 1165; – c. partic., Etwas mit Freuden, sehr gern thun, Xen. Cyr. 1, 3, 3 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερχαιρήσω ou ὑπερχαρήσομαι, etc.
se réjouir extrêmement ; τινι, ἐπί τινι de qch.
Étymologie: ὑπέρ, χαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερχαίρω: чрезвычайно радоваться (δώροις Eur.; ἐπὶ τοῖς γάμοις τινός Plut.): ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρεν Xen. он был чрезвычайно рад тому, что научился ездить верхом.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερχαίρω: χαίρω ὑπερβαλλόντως, γίνομαι ἢ εἶμαι ὑπερχαρής, δώροις ὑπερχαίρουσα Εὐρ. Μήδ. 1165· ἐπί τινι Πλούτ. 2. 1098Β· μετὰ μετοχ., ἱππεύειν μανθάνων ὑπερέχαιρε Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, Λουκ. Νεκ. 12· ὡσαύτως, καίπερ ὑπερχαίρων ὅταν ἐχθρὸν τιμωρῶμαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 10· ὑπερχαίρειν ὅτι τοῦ λαγῶ ἐγγύς εἰσι Κυν. 4. 4· ἀπολ., Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30.

Greek Monolingual

ὑπερχαίρω ΝΑ
χαίρω πάρα πολύ, νιώθω πολύ μεγάλη χαρά (α. «καίπερ ὑπερχαίρων, ὅταν ἐχθροὺς τιμωρῶμαι», Ξεν.
β. «ὑπερέχαιρον ἐπὶ τοῖς γάμοις αὐτοῦ», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ὑπερχαίρω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αγαλλιάζω υπερβολικά για κάτι, με δοτ., σε Ευρ.· με μτχ., μανθάνων ὑπερχαίρω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to rejoice exceedingly at a thing c. dat., Eur.; c. part., μανθάνων ὑπ. Xen.