χαμᾶζε: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (1 revision imported)
 
(9 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chamaze
|Transliteration C=chamaze
|Beta Code=xama=ze
|Beta Code=xama=ze
|Definition=Adv., (χαμαί) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to the ground]], [[on the ground]], freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. <span class="bibl">Il.3.29</span>, al.; <b class="b3">ἀπὸ πύργου βαῖνε χ</b>. stepped [[to the ground]], <span class="bibl">21.529</span>; [κεραυνὸν] ἧκε χ. <span class="bibl">8.134</span>, cf. <span class="bibl">14.497</span>, <span class="bibl">20.461</span>; χ. κάππεσεν <span class="bibl">15.537</span>; τόξον . . θῆκε χ. <span class="bibl">Od.21.136</span>, cf.<span class="bibl">22.340</span>: rare in Trag. and Com., <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>633</span> (troch.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>341</span>, <span class="bibl">344</span> (both troch.); μὴ πέσῃ χ. <span class="bibl">Id.<span class="title">V.</span>1012</span> (lyr.); χ. προβαίνουσα <span class="bibl">Babr. 115.13</span>; freq. in later Prose, χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sull.</span>28</span>; ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Lex.</span>2</span>. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>322</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl">2.951</span>.)</span>
|Definition=Adv., ([[χαμαί]]) [[to the ground]], [[on the ground]], Lat. [[humi]], freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Il.3.29, al.; <b class="b3">ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε</b> stepped [[to the ground]], 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε 8.134, cf. 14.497, 20.461; χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; τόξον.. θῆκε χαμᾶζε Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.''Ba.''633 (troch.), [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χαμᾶζε Id.''V.''1012 (lyr.); χαμᾶζε προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χαμᾶζε θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.''Sull.''28; ἔχειν χαμᾶζε δύ' ὀβολώ Luc.''Lex.''2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.''Fr.''322, Hdn.Gr.2.951.)
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> [[vers la terre]], [[à terre]].<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χ. Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χ. Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χ. κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χ. Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χ. πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ [[συχν]]. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χ. κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χ. δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
|lstext='''χᾰμᾶζε''': ἐπίρρ., ([[χαμαὶ]]) εἰς τὸ [[ἔδαφος]], ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. [[humi]], συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν [[ἆλτο]] χαμᾶζε Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε [[χαμᾶζε]] Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χαμᾶζε κάππεσεν Ο. 537˙ [[τόξον]] ... θῆκε χαμᾶζε Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χαμᾶζε πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χαμᾶζε κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χαμᾶζε δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς [[χαμᾶζε]] ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, [[διότι]] αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, [[θύραζε]], Ἀθήναζε [[εἶναι]] προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sur <i>ou</i> vers la terre, à terre.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''χᾰμᾶζε:''' επίρρ. ([[χαμαί]]), στο [[έδαφος]], πάνω στο [[έδαφος]], Λατ. [[humi]], σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''χᾰμᾶζε:''' επίρρ. ([[χαμαί]]), στο [[έδαφος]], πάνω στο [[έδαφος]], Λατ. [[humi]], σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.
}}
}}
{{mdlsj
{{pape
|mdlsjtxt=[[χαμαί]]<br />to the [[ground]], on the [[ground]], Lat. [[humi]], Hom., Eur., Ar.
|ptext=(wie [[ἔραζε]] [[gebildet]], vgl. [[χαμαί]], [[χαμάδις]]), adv., <i>auf die [[Erde]], zu [[Boden]]</i>; oft bei Hom., ἐξ ὀχέων [[ἆλτο]] [[χαμᾶζε]] <i>Il</i>. 3.29 und [[öfter]], ἧκε [[χαμᾶζε]] 8.134 und [[öfter]], [[χαμᾶζε]] κάππεσεν 15.537; Eur. <i>Bacch</i>. 633; [[χαμᾶζε]] πίπτειν Ar. <i>Vesp</i>. 1012. – Arcad. führt auch die [[Akzentuation]] χαμάζε an, [[welche]] [[Andere]], bes. Draco, [[verwerfen]].
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[to the ground]]
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμᾶζε Medium diacritics: χαμᾶζε Low diacritics: χαμάζε Capitals: ΧΑΜΑΖΕ
Transliteration A: chamâze Transliteration B: chamaze Transliteration C: chamaze Beta Code: xama=ze

English (LSJ)

Adv., (χαμαί) to the ground, on the ground, Lat. humi, freq. in Hom., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Il.3.29, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε stepped to the ground, 21.529; [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε 8.134, cf. 14.497, 20.461; χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; τόξον.. θῆκε χαμᾶζε Od.21.136, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.); μὴ πέσῃ χαμᾶζε Id.V.1012 (lyr.); χαμᾶζε προβαίνουσα Babr. 115.13; freq. in later Prose, χαμᾶζε θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28; ἔχειν χαμᾶζε δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)

French (Bailly abrégé)

adv.
sur ou vers la terre, à terre.
Étymologie: χαμαί.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμᾶζε: ἐπίρρ., (χαμαὶ) εἰς τὸ ἔδαφος, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, χαμαί, κατὰ γῆς, Λατ. humi, συχν. παρ’ Ὁμ., ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε Ἰλ. Γ. 29 κλπ.˙ ἀπὸ πύργου βαῖνε χαμᾶζε Φ. 529˙ [κεραυνὸν] ἧκε χαμᾶζε Θ. 134, πρβλ. Ξ. 497, Υ. 461˙ χαμᾶζε κάππεσεν Ο. 537˙ τόξον ... θῆκε χαμᾶζε Ὀδ. Φ. 136, πρβλ. Χ. 340˙ - σπάνιον παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Βάκχ. 633, Ἀριστοφ. Ἀχ. 341, 344˙ χαμᾶζε πίπτειν ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1012˙ ἀλλὰ συχν. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, χαμᾶζε κεκλιμένους Πλουτ. Σύλλ. 28˙ ἔχειν χαμᾶζε δύ’ ὀβολὼ Λουκ. Λεξιφ. 2, κλπ. (Ὁ τονισμὸς χαμᾶζε ἰδιαιτέρως σημειοῦται ὡς ἐξαιρετικός, διότι αἱ ὅμοιαι λέξεις ἔραζε, θύραζε, Ἀθήναζε εἶναι προπαροξ.˙ ἴδε Ἀρκάδ. 183, Αἰλ. Διονύσ. παρὰ Φαβωρίν. ἐν λ., Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29.).

English (Autenrieth)

(χαμαί): to the ground, down; to or into the earth, Il. 8.134, Od. 21.136.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις, χαμαί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. -ζε κατά τα Ἀθήν-ᾱζε, θύρ-ᾱζε].

Greek Monotonic

χᾰμᾶζε: επίρρ. (χαμαί), στο έδαφος, πάνω στο έδαφος, Λατ. humi, σε Όμηρ., Ευρ., Αριστοφ.

German (Pape)

(wie ἔραζε gebildet, vgl. χαμαί, χαμάδις), adv., auf die Erde, zu Boden; oft bei Hom., ἐξ ὀχέων ἆλτο χαμᾶζε Il. 3.29 und öfter, ἧκε χαμᾶζε 8.134 und öfter, χαμᾶζε κάππεσεν 15.537; Eur. Bacch. 633; χαμᾶζε πίπτειν Ar. Vesp. 1012. – Arcad. führt auch die Akzentuation χαμάζε an, welche Andere, bes. Draco, verwerfen.