κηδεμονικός: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(5)
m (Text replacement - ",," to ",")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kidemonikos
|Transliteration C=kidemonikos
|Beta Code=khdemoniko/s
|Beta Code=khdemoniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">provident, careful</b>, φίλος <span class="bibl">Plb.<span class="title">Fr.</span>80</span>; νουθέτησις <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.13</span> O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ <span class="bibl">Epict.<span class="title">Gnom.</span>63</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>., = foreg., <span class="bibl">Plb.31.27.12</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>2.17.3</span>, Muson.<span class="title">Fr.</span>14p.73H.: Comp., <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>1.28.2</span>: Sup., <span class="bibl">Ph. 2.288</span>. Adv. -κῶς <span class="title">OGI</span>56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.<span class="title">Fr.</span>15AP.79 H., <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span>46</span>, etc.; κ. ἔχειν πρός τινα <span class="bibl">Plb.4.32.4</span>; <b class="b3">κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>11.6.6</span>, <span class="bibl">Sor.1.28</span>.</span>
|Definition=κηδεμονική, κηδεμονικόν, [[provident]], [[careful]], φίλος Plb.''Fr.''80; [[νουθέτησις]] Phld.''Lib.''p.13 O.; [[παρρησία]] Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.''Gnom.''63; [[τὸ κηδεμονικόν]] = [[κηδεμονία]] ([[care]], [[solicitude]]), Plb.31.27.12, Cic.''Att.''2.17.3, Muson.''Fr.''14p.73H.: Comp., J.''BJ''1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. [[κηδεμονικῶς]] ''OGI''56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.''Fr.''15AP.79 H., Luc.''Symp.''46, etc.; [[κηδεμονικῶς]] ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; <b class="b3">κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι</b>, J.''AJ''11.6.6, Sor.1.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμ ονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – [[τὸ κηδεμονικόν]], = [[κηδεμονία]], Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., [[κηδεμονικῶς]] καὶ [[φιλικῶς]], Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
|btext=ή, όν :<br />[[plein de sollicitude]].<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
}}
{{elnl
|elnltext=κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] [[zorgzaam]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]].
|elrutext='''κηδεμονικός:''' [[заботливо относящийся]], [[заботливый]] (κ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κηδεμονικός:''' -ή, -όν, [[προνοητικός]], [[επιμελής]], [[άγρυπνος]]· επίρρ. -[[κῶς]], σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''κηδεμονικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, [[προνοητικός]], [[ἐπιμελής]], [[ἄγρυπνος]], Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, [[αὐτόθι]] 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν [[πρός]] τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κηδεμονικός]], ή, όν<br />[[provident]], [[careful]]: adv. -κῶς, Luc. [from [[κηδεμών]]
}}
}}

Latest revision as of 10:09, 16 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονικός Medium diacritics: κηδεμονικός Low diacritics: κηδεμονικός Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kēdemonikós Transliteration B: kēdemonikos Transliteration C: kidemonikos Beta Code: khdemoniko/s

English (LSJ)

κηδεμονική, κηδεμονικόν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude), Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.

German (Pape)

[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.

Russian (Dvoretsky)

κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.

Greek Monotonic

κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.

Middle Liddell

κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών