κηδεμονικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - ",," to ",") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kidemonikos | |Transliteration C=kidemonikos | ||
|Beta Code=khdemoniko/s | |Beta Code=khdemoniko/s | ||
|Definition= | |Definition=κηδεμονική, κηδεμονικόν, [[provident]], [[careful]], φίλος Plb.''Fr.''80; [[νουθέτησις]] Phld.''Lib.''p.13 O.; [[παρρησία]] Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.''Gnom.''63; [[τὸ κηδεμονικόν]] = [[κηδεμονία]] ([[care]], [[solicitude]]), Plb.31.27.12, Cic.''Att.''2.17.3, Muson.''Fr.''14p.73H.: Comp., J.''BJ''1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. [[κηδεμονικῶς]] ''OGI''56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.''Fr.''15AP.79 H., Luc.''Symp.''46, etc.; [[κηδεμονικῶς]] ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; <b class="b3">κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι</b>, J.''AJ''11.6.6, Sor.1.28. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1429.png Seite 1429]] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ [[φιλάνθρωπος]] Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – [[τὸ κηδεμονικόν]], = [[κηδεμονία]], Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., [[κηδεμονικῶς]] καὶ [[φιλικῶς]], Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />plein de sollicitude.<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | |btext=ή, όν :<br />[[plein de sollicitude]].<br />'''Étymologie:''' [[κηδεμών]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam. | |elnltext=κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] [[zorgzaam]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:09, 16 October 2024
English (LSJ)
κηδεμονική, κηδεμονικόν, provident, careful, φίλος Plb.Fr.80; νουθέτησις Phld.Lib.p.13 O.; παρρησία Plu.2.55b; ἀνήρ Epict.Gnom.63; τὸ κηδεμονικόν = κηδεμονία (care, solicitude), Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: Comp., J.BJ1.28.2: Sup., Ph. 2.288. Adv. κηδεμονικῶς OGI56.15 (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.; κηδεμονικῶς ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4; κηδεμονικῶς ὑποδεῖξαι, κηδεμονικῶς ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.
German (Pape)
[Seite 1429] Sorge tragend, sorgsam, besorgend, pflegend; καὶ φιλάνθρωπος Plut. adv. Stoic. 32 u. a. Sp.; – τὸ κηδεμονικόν, = κηδεμονία, Pol. 32, 13, 12, Muson. Stob. fl. 67, 20. – Adv., κηδεμονικῶς καὶ φιλικῶς, Pol. 4, 32, 4, Luc. Conv. 46 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein de sollicitude.
Étymologie: κηδεμών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεμονικός -ή -όν [κηδεμών] zorgzaam.
Russian (Dvoretsky)
κηδεμονικός: заботливо относящийся, заботливый (κ. καὶ φιλάνθρωπος Plut.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ κηδεμονικός, -ή, -όν)
κηδεμών
αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν
η κηδεμονία.
επίρρ...
κηδεμονικώς (ΑΜ κηδεμονικῶς)
νεοελλ.
από την άποψη κηδεμονίας
αρχ.
προνοητικά, κατά τρόπο κηδεμονικό.
Greek Monotonic
κηδεμονικός: -ή, -όν, προνοητικός, επιμελής, άγρυπνος· επίρρ. -κῶς, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεμονικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κηδεμόνα, προνοητικός, ἐπιμελής, ἄγρυπνος, Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 127, Πλούτ. 2. 55Β· τὸ κηδεμονικὸν = τῷ πρηγ., Πολύβ. 32. 13, 12, Μουσών. παρὰ Στοβ. 413. 10. Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 450. 50, Λουκ. Συμπ. 46, κτλ.· κ. ἔχειν πρός τινα Πολύβ. 4. 32, 4.
Middle Liddell
κηδεμονικός, ή, όν
provident, careful: adv. -κῶς, Luc. [from κηδεμών