κυβιστητήρ: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyvistitir | |Transliteration C=kyvistitir | ||
|Beta Code=kubisthth/r | |Beta Code=kubisthth/r | ||
|Definition= | |Definition=κυβιστητῆρος, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[tumbler]], δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18.<br><span class="bld">2</span> [[diver]], Il.16.750.<br><span class="bld">3</span> [[one who pitches headlong]], E.''Ph.''1151.<br><span class="bld">II</span> later as adjective, [[tumbling]], [[κυδοιμός]] Tryph. 192. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] κυβιστητῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, [[Gaukler]], [[Springer]], Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. [[κυβιστής]] haben u. es auch [[ἀρνευτήρ]], [[κολυμβητής]], der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=κυβιστητῆρος (ὁ) :<br />qui fait la culbute, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> [[faiseur de tours]];<br /><b>2</b> [[sauteur]], [[plongeur]].<br />'''Étymologie:''' [[κυβιστάω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ [[κυβιστάω]]: [[acrobaat]]. [[duiker]]. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κῠβιστητήρ:''' κυβιστητῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[плясун-акробат]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[пловец]], [[водолаз]] Hom.;<br /><b class="num">3</b> [[бросающийся вниз головой]] (ἐς [[οὖδας]] πρὸ τειχέων Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten= | |auten=κυβιστητῆρος: [[tumbler]]; [[diver]], Il. 16.750. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυβιστητήρ]], | |mltxt=[[κυβιστητήρ]], κυβιστητῆρος, ὁ (Α) [[κυβιστώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] την [[κυβίστηση]], ο [[επαγγελματίας]] [[ακροβάτης]] και [[χορευτής]] που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δύτης]]<br /><b>3.</b> αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]] («ἡμῶν τ' ἐς [[οὖδας]] εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», <b>Νόνν.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' | |lsmtext='''κῠβιστητήρ:''' κυβιστητῆρος, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[ακροβάτης]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που τινάζεται με το [[κεφάλι]] [[μπροστά]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῠβιστητήρ''': κυβιστητῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς [[ἐπάγγελμα]] τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. [[κυβιστάω]]. 2) [[κολυμβητής]], [[δύτης]], Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=κῠβιστητήρ, κυβιστητῆρος,<br /><b class="num">1.</b> a [[tumbler]], Hom.<br /><b class="num">2.</b> a [[diver]], Il. 3. one who pitches [[headlong]], Eur. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{trml | ||
| | |trtx====[[acrobat]]=== | ||
Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: [[ἀκροβάτης]], [[πεταυριστής]], [[πετευριστής]], [[πετευριστήρ]], [[κανδαλιστής]], [[κρημνοβάτης]], [[κυβιστητήρ]], [[ὀρχηστής]], [[ὀρχηστήρ]], [[ἀρνευτήρ]]; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: [[acrobata]]; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: [[petaurista]], [[petauristes]], [[funambulus]], [[funiambulus]]; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: [[acróbata]], [[saltimbanqui]], [[equilibrista]]; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz | |||
}} | }} | ||
Latest revision as of 10:39, 16 October 2024
English (LSJ)
κυβιστητῆρος, ὁ,
A tumbler, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους Il. 18.605, Od.4.18.
2 diver, Il.16.750.
3 one who pitches headlong, E.Ph.1151.
II later as adjective, tumbling, κυδοιμός Tryph. 192.
German (Pape)
[Seite 1523] κυβιστητῆρος, ὁ, Einer, der sich auf den Kopf stellt od. stürzt, Gaukler, Springer, Tänzer, der ein Rad schlägt, sich kopfüber zwischen Schwerter stürzt u. dgl.; Il. 16, 750; δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους 18, 605; vgl. Eur. Phoen. 1158; öfter in VLL., die auch die Formen κυβιστήρ u. κυβιστής haben u. es auch ἀρνευτήρ, κολυμβητής, der »Taucher« erkl. – Sp. auch adj., sich überschlagend, Wern. Tryphiod. 192.
French (Bailly abrégé)
κυβιστητῆρος (ὁ) :
qui fait la culbute, càd :
1 faiseur de tours;
2 sauteur, plongeur.
Étymologie: κυβιστάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ κυβιστάω: acrobaat. duiker.
Russian (Dvoretsky)
κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος ὁ
1 плясун-акробат Hom.;
2 пловец, водолаз Hom.;
3 бросающийся вниз головой (ἐς οὖδας πρὸ τειχέων Eur.).
English (Autenrieth)
κυβιστητῆρος: tumbler; diver, Il. 16.750.
Greek Monolingual
κυβιστητήρ, κυβιστητῆρος, ὁ (Α) κυβιστώ
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», Ομ. Ιλ.)
2. δύτης
3. αυτός που πέφτει με το κεφάλι («ἡμῶν τ' ἐς οὖδας εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», Ευρ.)
4. ως επίθ. αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», Νόνν.).
Greek Monotonic
κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος, ὁ,
1. ακροβάτης, σε Όμηρ.
2. καταδύτης, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αυτός που τινάζεται με το κεφάλι μπροστά, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβιστητήρ: κυβιστητῆρος, ὁ, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ κυβιστᾶν, δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ’ αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντος ἐδίνευον κατὰ μέσσους Ἰλ. Σ. 605, πρβλ. Ὀδ. Δ. 18, καὶ ἴδε ἐν λ. κυβιστάω. 2) κολυμβητής, δύτης, Ἰλ. Π. 750. 3) μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κυλινδούμενος, Wern. εἰς Τρυφ. 192.
Middle Liddell
κῠβιστητήρ, κυβιστητῆρος,
1. a tumbler, Hom.
2. a diver, Il. 3. one who pitches headlong, Eur.
Translations
acrobat
Albanian: akrobat; Arabic: بَهْلَوَان; Armenian: ակրոբատ; Basque: akrobata; Catalan: acròbata, equilibrista; Chinese Mandarin: 雜技演員, 杂技演员, 馬戲演員, 马戏演员; Czech: akrobat, akrobatka; Danish: akrobat; Dutch: acrobaat, acrobate; Esperanto: akrobato, akrobatino, ekvilibristo, ekvilibristino; Estonian: akrobaat; Finnish: akrobaatti, tasapainotaiteilija; French: acrobate; Georgian: ჯამბაზი; German: Akrobat, Akrobatin; Greek: ακροβάτης, ακροβάτισσα; Ancient Greek: ἀκροβάτης, πεταυριστής, πετευριστής, πετευριστήρ, κανδαλιστής, κρημνοβάτης, κυβιστητήρ, ὀρχηστής, ὀρχηστήρ, ἀρνευτήρ; Gujarati: કળાબાજ઼; Hebrew: לולין; Hindi: कलाबाज़; Hungarian: akrobata; Italian: acrobata; Japanese: アクロバット; Korean: 곡예사; Latin: petaurista, petauristes, funambulus, funiambulus; Marathi: डोंबारी; Norman: acrobate; Norwegian Bokmål: akrobat; Nynorsk: akrobat; Persian: بندباز; Polish: akrobata, akrobatka; Portuguese: acrobata; Romanian: acrobat, acrobată; Russian: акроба́т, акроба́тка; Sanskrit: जायाजीव; Serbo-Croatian Cyrillic: акробата; Roman: akrobata; Slovak: akrobat, akrobatka; Slovene: akrobat, akrobatka; Spanish: acróbata, saltimbanqui, equilibrista; Swedish: akrobat; Tagalog: akrobata, sirkero, magsisirko; Thai: นักโลดโผน; Turkish: akrobat, cambaz