χύτλον: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(4b)
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chytlon
|Transliteration C=chytlon
|Beta Code=xu/tlon
|Beta Code=xu/tlon
|Definition=τό, (χέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything that can be poured, liquid, fluid</b>; esp., </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">1</span> in pl., <b class="b3">χύτλα</b>, <b class="b2">water for washing, the bath</b>, Lyc.1099, <span class="bibl">Euph.9.7</span>; but also, <b class="b2">libations</b> to the dead, <span class="title">Berl.Sitzb.</span> 1927.161 (Cyrene), <span class="bibl">A.R.1.1075</span>, <span class="bibl">2.927</span>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">a mixture of water and oil</b>, elsewh. <b class="b3">ὑδρέλαιον</b>, rubbed in after bathing, Erot. s.v. [[χυτλάζηται]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">running water, stream</b>, Lyc.701.</span>
|Definition=τό, ([[χέω]])<br><span class="bld">A</span> anything that can be [[pour]]ed, [[liquid]], [[fluid]]; esp.,<br><span class="bld">1</span> in plural, [[χύτλα]], [[water for washing]], the [[bath]], Lyc.1099, Euph.9.7; but also, [[libation]]s to the [[dead]], ''Berl.Sitzb.'' 1927.161 (Cyrene), A.R.1.1075, 2.927, Orph.''A.''32.<br><span class="bld">2</span> a [[mixture of water and oil]], elsewhere [[ὑδρέλαιον]], rubbed in after [[bathing]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[χυτλάζηται]].<br><span class="bld">3</span> [[running water]], [[stream]], Lyc.701.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das Waschwasser, Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst [[ὑδρέλαιον]], womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) Flußwasser, fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ χύτλα = χοαί, die zu einem Trankopfer, bes. zu einem Todtenopfer gehörenden Flüssigkeiten, das Todtenopfer selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1385.png Seite 1385]] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das [[Waschwasser]], Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst [[ὑδρέλαιον]], womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) [[Flußwasser]], fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ [[χύτλα]] = χοαί, die zu einem [[Trankopfer]], bes. zu einem [[Todtenopfer]] gehörenden Flüssigkeiten, das [[Todtenopfer]] selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[liquide]].<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χύτλον:''' τό [[вода для омовения]] (преимущ. = [[ὑδρέλαιον]]; ср. [[χυτλόομαι]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. [[ξηραλοιφέω]]. 3) [[ποτάμιον]] [[ὕδωρ]], [[ῥέον]] [[ὕδωρ]], [[ποταμός]], Λυκόφρ. 701.
|lstext='''χύτλον''': τό, (χέω) [[πρᾶγμα]] οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· [[μάλιστα]] δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, [[ὕδωρ]] πρὸς λοῦσιν, [[λουτρόν]], Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) [[μῖγμα]] ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως [[ὑδρέλαιον]], δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ [[λουτρόν]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. [[ξηραλοιφέω]]. 3) [[ποτάμιον]] [[ὕδωρ]], [[ῥέον]] [[ὕδωρ]], [[ποταμός]], Λυκόφρ. 701.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />liquide.<br />'''Étymologie:''' [[χέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μίγμα]] νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χύτλα</i><br />το [[νερό]] για το [[λουτρό]] («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> τρεχούμενο [[νερό]] («[[πολυδέγμων]] [[λόφος]], ἐξ οὗ τὰ [[πάντα]] χύτλα...», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>4.</b> χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θλον</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐχέ</i>-<i>τλη</i>, <i>χίμε</i>-<i>τλον</i>)].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μίγμα]] νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν [[μετά]] το [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ χύτλα</i><br />το [[νερό]] για το [[λουτρό]] («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>3.</b> τρεχούμενο [[νερό]] («[[πολυδέγμων]] [[λόφος]], ἐξ οὗ τὰ [[πάντα]] χύτλα...», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>4.</b> χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θλον</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του δασέος -<i>θ</i>- σε -<i>τ</i>- ([[πρβλ]]. [[ἐχέτλη]], [[χίμετλον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χύτλον:''' τό ([[χέω]]), οτιδήποτε μπορεί να χυθεί, [[υγρό]], ρευστό· [[νερό]] και [[λάδι]] για [[επάλειψη]] [[μετά]] το [[λουτρό]].
|lsmtext='''χύτλον:''' τό ([[χέω]]), οτιδήποτε μπορεί να χυθεί, [[υγρό]], ρευστό· [[νερό]] και [[λάδι]] για [[επάλειψη]] [[μετά]] το [[λουτρό]].
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''χύτλον:''' τό вода для омовения (преимущ. = [[ὑδρέλαιον]]; ср. [[χυτλόομαι]]).
|mdlsjtxt=[[χύτλον]], ου, τό, [χέω]<br />[[anything]] that can be poured: [[water]] and oil for the [[bath]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''χύτλον''': [[χύτρα]], [[χύτρος]]<br />{khútlon}<br />'''See also''': s. [[χέω]].<br />'''Page''' 2,1125
}}
{{trml
|trtx====[[watercourse]]===
Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: [[水道]], [[河道]], [[水路]]; Danish: løb; Dutch: [[waterloop]], [[loop]]; Finnish: uoma; French: [[cours d'eau]], [[cours]]; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: [[Wasserlauf]], [[Flußlauf]], [[Lauf]]; Greek: [[υδρορροή]]; Ancient Greek: [[κρουνός]], [[ὑδραγωγός]], [[ὑδρορρόα]], [[ὑδρορρόη]], [[ὑδρόρροια]], [[χύτλον]]; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: [[corso d'acqua]], [[corso]]; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: [[igarapé]], [[curso de água]], [[curso d'água]], [[curso]]; Russian: [[русло]]; Spanish: [[curso de agua]], [[corriente de agua]]; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χύτλον Medium diacritics: χύτλον Low diacritics: χύτλον Capitals: ΧΥΤΛΟΝ
Transliteration A: chýtlon Transliteration B: chytlon Transliteration C: chytlon Beta Code: xu/tlon

English (LSJ)

τό, (χέω)
A anything that can be poured, liquid, fluid; esp.,
1 in plural, χύτλα, water for washing, the bath, Lyc.1099, Euph.9.7; but also, libations to the dead, Berl.Sitzb. 1927.161 (Cyrene), A.R.1.1075, 2.927, Orph.A.32.
2 a mixture of water and oil, elsewhere ὑδρέλαιον, rubbed in after bathing, Erot. s.v. χυτλάζηται.
3 running water, stream, Lyc.701.

German (Pape)

[Seite 1385] τό, Alles, was man gießen kann, Flüssigkeit; dah. bes. – a) das Waschwasser, Badewasser. – b) eine Mischung von Wasser und Oel, sonst ὑδρέλαιον, womit man sich nach dem Bade oder gegen Ermüdung salbte und einrieb, Galen. – c) Flußwasser, fließendes Gewässer, Lycophr. 701. – d) im plur. τὰ χύτλα = χοαί, die zu einem Trankopfer, bes. zu einem Todtenopfer gehörenden Flüssigkeiten, das Todtenopfer selbst, Ap. Rh. 1, 1075, oft, Orph. Arg. 571.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
liquide.
Étymologie: χέω.

Russian (Dvoretsky)

χύτλον: τό вода для омовения (преимущ. = ὑδρέλαιον; ср. χυτλόομαι).

Greek (Liddell-Scott)

χύτλον: τό, (χέω) πρᾶγμα οἱονδήποτε δυνάμενον νὰ χυθῇ, ὑγρόν, ῥευστόν· μάλιστα δέ, 1) ἐν τῷ πληθ., χύτλα, ὕδωρ πρὸς λοῦσιν, λουτρόν, Λυκόφρ. 1099· πρβλ. κατάχυτλος· ἀλλ’ ὡσαύτως, σπονδαὶ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, Λατ. inferiae, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1075., Β. 927, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 32. 2) μῖγμα ὕδατος καὶ ἐλαίου, ἄλλως ὑδρέλαιον, δι’ οὗ ἐτρίβοντο μετὰ τὸ λουτρόν, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 5. 6· ἴδε ἐν λ. ξηραλοιφέω. 3) ποτάμιον ὕδωρ, ῥέον ὕδωρ, ποταμός, Λυκόφρ. 701.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό
2. στον πληθ. τὰ χύτλα
το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.)
3. τρεχούμενο νερόπολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...», Λυκόφρ.)
4. χοές για τους νεκρούς («Ὀσίριδος ἱερὰ χύτλα», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + επίθημα -θλον με ανομοιωτική τροπή του δασέος -θ- σε -τ- (πρβλ. ἐχέτλη, χίμετλον)].

Greek Monotonic

χύτλον: τό (χέω), οτιδήποτε μπορεί να χυθεί, υγρό, ρευστό· νερό και λάδι για επάλειψη μετά το λουτρό.

Middle Liddell

χύτλον, ου, τό, [χέω]
anything that can be poured: water and oil for the bath.

Frisk Etymology German

χύτλον: χύτρα, χύτρος
{khútlon}
See also: s. χέω.
Page 2,1125

Translations

watercourse

Bulgarian: течение; Chinese Mandarin: 水道, 河道, 水路; Danish: løb; Dutch: waterloop, loop; Finnish: uoma; French: cours d'eau, cours; Galician: canle; Georgian: წყალსადინარი, წყალსადენი არხი; German: Wasserlauf, Flußlauf, Lauf; Greek: υδρορροή; Ancient Greek: κρουνός, ὑδραγωγός, ὑδρορρόα, ὑδρορρόη, ὑδρόρροια, χύτλον; Hungarian: folyómeder, folyás, vízfolyás, folyóvíz; Italian: corso d'acqua, corso; Japanese: 水路; Korean: 수로; Luxembourgish: Waasserlaf; Macedonian: тек, водотек, течење; Malayalam: ചാൽ; Manx: stroo; Maori: koawa; Middle English: cours; Norwegian Bokmål: vannløp, løp; Polish: koryto, bieg; Portuguese: igarapé, curso de água, curso d'água, curso; Russian: русло; Spanish: curso de agua, corriente de agua; Swedish: vattendrag; Thai: คลอง