παραστάς: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(13_5)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parastas
|Transliteration C=parastas
|Beta Code=parasta/s
|Beta Code=parasta/s
|Definition=άδος, ἡ, (παρίσταμαι) prop. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything that stands beside</b> : pl. <b class="b3">παραστάδες</b>, <b class="b2">doorposts</b>, παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα <span class="bibl">Cratin. 42</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.1668.32, <span class="bibl">Poll.1.76</span>, Hsch.; also, <b class="b2">pilasters</b> or <b class="b2">returns</b> which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, <b class="b3">τὰς λευκολίθους π</b>. <span class="title">CIG</span>2782.29 (Aphrodisias) : also in sg., Vitr.10.10.2 : pl., of the <b class="b2">wings</b> of a stage, <span class="bibl">Callix.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">space enclosed between the</b> <b class="b3">παραστάδες</b>, <b class="b2">vestibule</b> or <b class="b2">entrance</b> of a temple or house, in pl., <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>415</span>, <span class="bibl"><span class="title">IT</span>1159</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Hier.</span>11.2</span>, <span class="title">IG</span>22.1672.131, 186, <span class="bibl">Poll.7.122</span> : also in sg., <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span> 1121</span>, <span class="title">IG</span>12.372.73, <span class="title">SIG</span>307.12 (Iasos, iv B. C.), <span class="title">Supp.Epigr.</span>4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.) ; of a bath, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.110</span>, <span class="bibl">2.56</span>.</span>
|Definition=παραστάδος, ἡ, ([[παρίσταμαι]]) prop.<br><span class="bld">A</span> [[anything that stands beside]]: pl. [[παραστάδες]], [[doorposts]], παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42, cf. ''IG''22.1668.32, Poll.1.76, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; also, [[pilasters]] or [[returns]] which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, <b class="b3">τὰς λευκολίθους π.</b> ''CIG''2782.29 (Aphrodisias): also in sg., Vitr.10.10.2: pl., of the [[wings]] of a stage, Callix.2.<br><span class="bld">2</span> [[space enclosed between the]] [[παραστάδες]], [[vestibule]] or [[entrance]] of a temple or house, in plural, E.''Ph.''415, ''IT''1159, X.''Hier.''11.2, ''IG''22.1672.131, 186, Poll.7.122: also in sg., [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]'' 1121, ''IG''12.372.73, ''SIG''307.12 (Iasos, iv B. C.), ''Supp.Epigr.''4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.); of a bath, S.E.''P.''1.110, 2.56.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = [[πρόδομος]], Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = [[πρόδομος]], Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ᾶσα, άν;<br /><i>part. ao.2 de</i> [[παρίστημι]].<br /><span class="bld">2</span>άδος (ἡ) :<br />pilastre ; galerie formée de pilastres.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραστάς -άδος, ἡ [παρίστημι] voorhal, meestal plur.<br />παραστάς -ᾶσα -άν ptc. aor. intrans. van παρίστημι (παρίσταμαι).
}}
{{elru
|elrutext='''παραστάς:''' άδος ἡ колонна, столб, пилястр: αἱ παραστάδες (реже sing.) Xen., Eur., Sext. колоннада, портик.<br />ᾶσα, άν part. aor. 2 к [[παρίστημι]].
}}
{{ls
|lstext='''παραστάς''': -άδος, ἡ, (παρίσταμαι) [[κυρίως]] τὸ πλησίον ἱστάμενον· πληθ., παραστάδες, τὰ [[ἑκατέρωθεν]] τῆς θύρας ξύλα ἢ μάρμαρα, παραστάδες καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9, πρβλ. Πολυδ. Α’, 76. Ἡσύχ., πρβλ. [[φλιά]]· - [[ὡσαύτως]] οἱ τετράγωσι στῦλοι εἰς οὓς ἀπολήγει ὁ [[τοῖχος]] τῶν ναῶν κατὰ τὸν πρόναον, Λατ. antae, [[ἐντεῦθεν]] ναὸς ἐν παραστάσιν, templum in antis, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 29, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196E, Βιτρούβ.· ἴδε λεξικὸν Ἀρχαιοτ.: [[ἐντεῦθεν]], 2) τὸ μεταξὺ τῶν παραστάδων τούτων [[διάστημα]], [[πρόναος]] ἢ ἡ [[εἴσοδος]] εἰς ναὸν ἢ εἰς [[βαλανεῖον]] ἢ οἰκίαν, Εὐρ. Φοίν. 415, Ι. Τ. 1159, πρβλ. Πολυδ. Ζ’, 122· - [[ἐνίοτε]] καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1121, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, (ἴδε Böckh σ. 279. § 6), 2672, 2675, 2677, 2692· - πρβλ. [[παστάς]], [[προστάς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραστάς:''' -[[άδος]], ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. <i>παραστάδες</i>, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. [[antae]]· επίσης ο [[χώρος]] [[ανάμεσα]] στις παραστάδες, [[προθάλαμος]], σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραστάς]], άδος, [παρίσταμαι]<br />[[anything]] that stands [[beside]]: pl. παραστάδες, doorposts, pilasters, Lat. [[antae]]:—also, the [[space]] enclosed [[between]] the [[antae]], the [[vestibule]], Eur.:—[[sometimes]] in sg., Eur.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fore-court]], [[forecourt]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-άδος (=ὅ,τι στέκεται κοντά). Πληθ. παραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθετημένα ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρτας). Ἀπό τό παρίσταμαι → [[παρά]] + [[ἵσταμαι]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἵστημι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστάς Medium diacritics: παραστάς Low diacritics: παραστάς Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΣ
Transliteration A: parastás Transliteration B: parastas Transliteration C: parastas Beta Code: parasta/s

English (LSJ)

παραστάδος, ἡ, (παρίσταμαι) prop.
A anything that stands beside: pl. παραστάδες, doorposts, παραστάδας καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Cratin. 42, cf. IG22.1668.32, Poll.1.76, Hsch.; also, pilasters or returns which cover the ends of aalls in the front of a house or temple, τὰς λευκολίθους π. CIG2782.29 (Aphrodisias): also in sg., Vitr.10.10.2: pl., of the wings of a stage, Callix.2.
2 space enclosed between the παραστάδες, vestibule or entrance of a temple or house, in plural, E.Ph.415, IT1159, X.Hier.11.2, IG22.1672.131, 186, Poll.7.122: also in sg., E.Andr. 1121, IG12.372.73, SIG307.12 (Iasos, iv B. C.), Supp.Epigr.4.447.11, 453.46 (Didyma, ii B. C.); of a bath, S.E.P.1.110, 2.56.

German (Pape)

[Seite 499] άδος, ἡ, eigtl. alles Danebenstehende, Daranstehende, bes. Pfosten, Pfeiler, Säule, Cratin. bei Poll. 7, 122; – αἱ παραστάδες, der Säulengang, der Eingang des Hauses, Vorhalle, = πρόδομος, Eur. Phoen. 426 I. T. 1159 Andr. 1121; Xen. Hier. 1 l, 2; ἡ τοῦ βαλανείου π., S. Emp. pyrrh. 1, 110. 2, 56.

French (Bailly abrégé)

1ᾶσα, άν;
part. ao.2 de παρίστημι.
2άδος (ἡ) :
pilastre ; galerie formée de pilastres.
Étymologie: παρίστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραστάς -άδος, ἡ [παρίστημι] voorhal, meestal plur.
παραστάς -ᾶσα -άν ptc. aor. intrans. van παρίστημι (παρίσταμαι).

Russian (Dvoretsky)

παραστάς: άδος ἡ колонна, столб, пилястр: αἱ παραστάδες (реже sing.) Xen., Eur., Sext. колоннада, портик.
ᾶσα, άν part. aor. 2 к παρίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

παραστάς: -άδος, ἡ, (παρίσταμαι) κυρίως τὸ πλησίον ἱστάμενον· πληθ., παραστάδες, τὰ ἑκατέρωθεν τῆς θύρας ξύλα ἢ μάρμαρα, παραστάδες καὶ πρόθυρα βούλει ποικίλα Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 9, πρβλ. Πολυδ. Α’, 76. Ἡσύχ., πρβλ. φλιά· - ὡσαύτως οἱ τετράγωσι στῦλοι εἰς οὓς ἀπολήγει ὁ τοῖχος τῶν ναῶν κατὰ τὸν πρόναον, Λατ. antae, ἐντεῦθεν ναὸς ἐν παραστάσιν, templum in antis, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 29, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 196E, Βιτρούβ.· ἴδε λεξικὸν Ἀρχαιοτ.: ἐντεῦθεν, 2) τὸ μεταξὺ τῶν παραστάδων τούτων διάστημα, πρόναος ἢ ἡ εἴσοδος εἰς ναὸν ἢ εἰς βαλανεῖον ἢ οἰκίαν, Εὐρ. Φοίν. 415, Ι. Τ. 1159, πρβλ. Πολυδ. Ζ’, 122· - ἐνίοτε καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ἀνδρ. 1121, Συλλ. Ἐπιγρ. 160, (ἴδε Böckh σ. 279. § 6), 2672, 2675, 2677, 2692· - πρβλ. παστάς, προστάς.

Greek Monotonic

παραστάς: -άδος, ἡ (παρίσταμαι), οτιδήποτε στέκεται δίπλα· πληθ. παραστάδες, τα φύλλα της πόρτας, παραστάδες, Λατ. antae· επίσης ο χώρος ανάμεσα στις παραστάδες, προθάλαμος, σε Ευρ.· μερικές φορές στον ενικ.

Middle Liddell

παραστάς, άδος, [παρίσταμαι]
anything that stands beside: pl. παραστάδες, doorposts, pilasters, Lat. antae:—also, the space enclosed between the antae, the vestibule, Eur.:—sometimes in sg., Eur.

English (Woodhouse)

fore-court, forecourt

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-άδος (=ὅ,τι στέκεται κοντά). Πληθ. παραστάδες (=τά ξύλα ἤ μάρμαρα πού εἶναι τοποθετημένα ἀπό τή μιά κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά τῆς πόρτας). Ἀπό τό παρίσταμαι → παρά + ἵσταμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἵστημι.