Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάκτησις: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataktisis
|Transliteration C=kataktisis
|Beta Code=kata/kthsis
|Beta Code=kata/kthsis
|Definition=κατακτήσεως, ἡ, [[acquisition]], [[πραγμάτων]], [[Χώρας]], [[γῆς]], Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.''Caes.''22; αὐτονομίας D.S.17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.''Rh.''2.261 S.
|Definition=κατακτήσεως, ἡ, [[acquisition]], πραγμάτων, χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.''Caes.''22; αὐτονομίας [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.''Rh.''2.261 S.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 27: Line 27:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
|lstext='''κατάκτησις''': -εως, ἡ, τελεία [[κτῆσις]], τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν [[πέλας]], γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.
}}
{{trml
|trtx====[[conquest]]===
Albanian: pushtim; Arabic: فَتْح, اِسْتِيلَاء, تَسْخِير, إِخْضَاع, اِحْتِلال, اِنْتِصَار; Armenian: նվաճում; Azerbaijani: istila, fəth; Belarusian: заваёва, заваяванне, здабыццё; Bengali: বিজয়; Bulgarian: завоевание, завоюване; Catalan: conquesta, conquista; Chinese Mandarin: [[戰勝]], [[战胜]], [[征服]]; Czech: dobytí; Danish: erobring; Dutch: [[verovering]]; Esperanto: konkero; Estonian: vallutus; Finnish: voitto, valloitus; French: [[conquête]]; Galician: conquista; Georgian: დაპყრობა; German: [[Eroberung]]; Greek: [[άλωση]], [[κατάκτηση]]; Ancient Greek: [[αἵρεσις]], [[ἅλωσις]], [[δῄωσις]], [[ἔγκτασις]], [[ἔγκτησις]], [[ἐκπόρθησις]], [[ἐπικράτησις]], [[καταγώνισις]], [[κατάκτησις]], [[καταμάχησις]], [[πόρθησις]], [[χείρωμα]]; Hebrew: כִּבּוּשׁ; Hindi: विजय, फ़तह, जयन, पराजय; Hungarian: hódítás; Irish: concas; Italian: [[conquista]], [[soggiogamento]]; Japanese: 征服; Korean: 정복; Latvian: uzvara, iekarošana; Lithuanian: užkariavimas; Macedonian: освојување; Maori: raupatu; Norman: contchête; Norwegian Bokmål: erobring; Pashto: فتح, استيلا; Persian: استیلا, فتح, تسخیر; Polish: podbój; Portuguese: [[conquista]]; Romanian: cucerire; Russian: [[завоевание]]; Scottish Gaelic: ceannsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: осваја̄ње; Roman: osvájānje; Slovak: dobytie; Slovene: osvojitev; Spanish: [[conquista]]; Swedish: erövring; Tajik: истило, фатҳ; Tocharian B: yūkalñe; Turkish: fetih, istila; Turkmen: basyp; Ukrainian: завоювання, здобуття; Urdu: فتح; Uzbek: istilo, fath, bosib; Vietnamese: sự chinh phục; Volapük: konker; Welsh: concwest, concwestau
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 24 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκτησις Medium diacritics: κατάκτησις Low diacritics: κατάκτησις Capitals: ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ
Transliteration A: katáktēsis Transliteration B: kataktēsis Transliteration C: kataktisis Beta Code: kata/kthsis

English (LSJ)

κατακτήσεως, ἡ, acquisition, πραγμάτων, χώρας, γῆς, Plb.4.77.2, Str.8.3.33, Plu.Caes.22; αὐτονομίας D.S.17.74; δυνάμεως ῥητορικῆς Phld.Rh.2.261 S.

German (Pape)

[Seite 1357] ἡ, das Erwerben, Erlangen; πραγμάτων, der Herrschaft, Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
acquisition, conquête.
Étymologie: κατακτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατάκτησις: εως ἡ приобретение, овладевание (πραγμάτων Polyb.; γῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάκτησις -εως, ἡ [κατακτάομαι] verwerving, verovering.

Greek Monolingual

η (AM κατάκτησις) κατακτῶμαι
1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση του πλούτου» β. «η κατάκτηση του διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.)
2. η επιβολή δύναμης με βίαιο τρόπο, η καθυπόταξη πραγμάτων, ανθρώπων, χωρών με βίαια μέσα («ἐθνῶν μεγάλων ἐπὶ κατακτήσει γῆς ἄρτι τὸν Ῥῆνον διαβεβηκότων», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η κατακτημένη χώρα («η Αγγλία είχε πολλές κατακτήσεις»)
2. επίτευγμα («οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι σήμερα αμέτρητες»)
3. η προσέλκυση του ενδιαφέροντος ενός ατόμου
4. ερωτική επιτυχία («στα νιάτα του είχε πολλές κατακτήσεις»).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκτησις: -εως, ἡ, τελεία κτῆσις, τὸ λαμβάνειν, ὑποτάσσειν τι εἰς κατοχήν, κ. πραγμάτων, τῆς χώρας, τῶν πέλας, γῆς, δυναστείας Πολύβ. 4. 77, 2, Στράβ. 357, κτλ.

Translations

conquest

Albanian: pushtim; Arabic: فَتْح, اِسْتِيلَاء, تَسْخِير, إِخْضَاع, اِحْتِلال, اِنْتِصَار; Armenian: նվաճում; Azerbaijani: istila, fəth; Belarusian: заваёва, заваяванне, здабыццё; Bengali: বিজয়; Bulgarian: завоевание, завоюване; Catalan: conquesta, conquista; Chinese Mandarin: 戰勝, 战胜, 征服; Czech: dobytí; Danish: erobring; Dutch: verovering; Esperanto: konkero; Estonian: vallutus; Finnish: voitto, valloitus; French: conquête; Galician: conquista; Georgian: დაპყრობა; German: Eroberung; Greek: άλωση, κατάκτηση; Ancient Greek: αἵρεσις, ἅλωσις, δῄωσις, ἔγκτασις, ἔγκτησις, ἐκπόρθησις, ἐπικράτησις, καταγώνισις, κατάκτησις, καταμάχησις, πόρθησις, χείρωμα; Hebrew: כִּבּוּשׁ; Hindi: विजय, फ़तह, जयन, पराजय; Hungarian: hódítás; Irish: concas; Italian: conquista, soggiogamento; Japanese: 征服; Korean: 정복; Latvian: uzvara, iekarošana; Lithuanian: užkariavimas; Macedonian: освојување; Maori: raupatu; Norman: contchête; Norwegian Bokmål: erobring; Pashto: فتح, استيلا; Persian: استیلا, فتح, تسخیر; Polish: podbój; Portuguese: conquista; Romanian: cucerire; Russian: завоевание; Scottish Gaelic: ceannsachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: осваја̄ње; Roman: osvájānje; Slovak: dobytie; Slovene: osvojitev; Spanish: conquista; Swedish: erövring; Tajik: истило, фатҳ; Tocharian B: yūkalñe; Turkish: fetih, istila; Turkmen: basyp; Ukrainian: завоювання, здобуття; Urdu: فتح; Uzbek: istilo, fath, bosib; Vietnamese: sự chinh phục; Volapük: konker; Welsh: concwest, concwestau