κήδειος: Difference between revisions
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kideios | |Transliteration C=kideios | ||
|Beta Code=kh/deios | |Beta Code=kh/deios | ||
|Definition= | |Definition=κήδειον,<br><span class="bld">A</span> [[cared for]], [[beloved]], τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il.19.294.<br><span class="bld">2</span> Act., [[careful of]], or [[caring for]], c.gen., τροφαὶ κ. τέκνων [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''487 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[of a funeral]] or [[tomb]], [[sepulchral]], χοαί A.''Ch.''87, 538; <b class="b3">κ. θρίξ</b> [[offered on a tomb]], ib.226; κ. οἴκτοισιν E.''IT''147 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> digne de soins <i>ou</i> d'égards, cher, précieux;<br /><b>2</b> qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[digne de soins]] <i>ou</i> d'égards, cher, précieux;<br /><b>2</b> [[qui marque le deuil]], [[la tristesse]], [[funéraire]].<br />'''Étymologie:''' [[κῆδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κήδειος -ον en κήδεος -ον [κῆδος] dierbaar. zorgzaam:. τροφαὶ κήδειοι zorgzame verzorging Eur. Ion 487. begrafenis-, rouw-:. κηδείου τριχός haarlok ter ere van de dode Aeschl Ch. 226. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κήδειος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''κήδειος:'''<br /><b class="num">1</b> [[лелеемый]], [[дорогой]], [[любимый]] (κασίγνητοι, ἑταῖροι Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[заботливый]] (τροφαὶ τέκνων Eur.);<br /><b class="num">3</b> [[погребальный]], [[похоронный]], [[траурный]] (χοαί Aesch.; οἶκτοι Eur.): κ. [[θρίξ]] Aesch. волосы, срезанные в знак траура. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κήδειος]], -ον (Α) [[κῆδος]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο φροντίζει [[κάποιος]], [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]] ( | |mltxt=[[κήδειος]], -ον (Α) [[κῆδος]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο φροντίζει [[κάποιος]], [[αγαπητός]], [[αγαπημένος]] («τρεῖς τε κασιγνήτους τους μοι μία γείνατο [[μήτηρ]], κηδείους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για [[κάτι]] («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε [[κηδεία]] ή τάφο, [[νεκρώσιμος]], [[επικήδειος]], [[επιτάφιος]] («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 09:34, 25 October 2024
English (LSJ)
κήδειον,
A cared for, beloved, τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il.19.294.
2 Act., careful of, or caring for, c.gen., τροφαὶ κ. τέκνων E.Ion487 (lyr.).
II of a funeral or tomb, sepulchral, χοαί A.Ch.87, 538; κ. θρίξ offered on a tomb, ib.226; κ. οἴκτοισιν E.IT147 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1429] 1) der Fürsorge od. Achtung würdig, Gegenstand der Fürsorge, lieb, theuer; τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il. 12, 293; ἑταῖροι Od. 11, 521, v.l. Κήτειοι; vgl. κήδεος; – sorgsam, κήδειοι τροφαὶ τέκνων Eur. Ion 487. – 2) zum Leichenbegängniß gehörig, die Trauer andeutend; κήδειοι χοαί Aesch. Ch. 85, vgl. 531; so auch κουρὰν δ' ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχός ib. 224 zu nehmen, von der zum Zeichen der Trauer abgeschnittenen Locke, Trauerlocke, nicht Locke des Bruders; vgl. κήδειοι οἶκτοι Eur. I. T. 147.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 digne de soins ou d'égards, cher, précieux;
2 qui marque le deuil, la tristesse, funéraire.
Étymologie: κῆδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κήδειος -ον en κήδεος -ον [κῆδος] dierbaar. zorgzaam:. τροφαὶ κήδειοι zorgzame verzorging Eur. Ion 487. begrafenis-, rouw-:. κηδείου τριχός haarlok ter ere van de dode Aeschl Ch. 226.
Russian (Dvoretsky)
κήδειος:
1 лелеемый, дорогой, любимый (κασίγνητοι, ἑταῖροι Hom.);
2 заботливый (τροφαὶ τέκνων Eur.);
3 погребальный, похоронный, траурный (χοαί Aesch.; οἶκτοι Eur.): κ. θρίξ Aesch. волосы, срезанные в знак траура.
English (Autenrieth)
(κῆδος): of any object of solicitude, dear; especially of those who claim burial service, Il. 19.294 and Il. 23.160.
Greek Monolingual
κήδειος, -ον (Α) κῆδος
1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῖς τε κασιγνήτους τους μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.)
3. αυτός που ανήκει σε κηδεία ή τάφο, νεκρώσιμος, επικήδειος, επιτάφιος («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κήδειος: -ον (κῆδος),
I. 1. αγαπητός, αγαπημένος, αυτός που φροντίζεται, σε Ομήρ. Ιλ.
2. προσεκτικός, αυτός που επιμελείται, μεριμνά για κάτι, με γεν., σε Ευρ.
II. λέγεται για κηδεία ή τάφο, επικήδειος, επιτάφιος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κήδειος: -ον, (κῆδος) περὶ οὗ φροντίζει τις, ἀγαπητός, πεφιλημένος, τρεῖς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Ἰλ. Τ. 293. 2) ἐπιμελόμενός τινος, μεριμνῶ διά τι, μετὰ γεν., τροφαὶ κ. τέκνων Εὐρ. Ἴων. 487. ΙΙ. ἀνήκων εἰς κηδείαν ἢ τάφον, ἐπικήδειος, ἐπιτάφιος, εἰς πένθος ἀνήκων, χοαὶ Αἰσχύλ. Χο. 87. 538· κ. θρίξ, κόμη προσφερομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, αὐτόθι 226· ἐν κ. οἴκτοις Εὐρ. Ι. Τ. 147.
Middle Liddell
κήδειος, ον κῆδος
I. cared for, dear, beloved, Il.
2. careful of, or caring for, c. gen., Eur.
II. of a funeral or tomb, mourning, sepulchral, Aesch., Eur.