μεθαρμόζω: Difference between revisions
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metharmozo | |Transliteration C=metharmozo | ||
|Beta Code=meqarmo/zw | |Beta Code=meqarmo/zw | ||
|Definition=later Att. μεθαρμόττω, | |Definition=later Att. [[μεθαρμόττω]], [[dispose differently]], [[correct]], <b class="b3">εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον</b> (''[[sc.]]'' με) S.''El.''31, cf. Luc.''Nigr.''12; [[transpose]], δύο ὀνόματα Them.''Or.''2.33c: abs., [[make a change]], D.H.7.66:—more freq. in Med., <b class="b3">μεθάρμοσαι τρόπους νέους</b> [[adopt]] new [[habit]]s, [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν [[Euripides|E.]]''[[Alcestis|Alc.]]''1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; <b class="b3">ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας</b> [[restore]] them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι ''AP''7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι ''AP''9.584.12: c. gen., [[from]] a certain [[condition]], Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. ''Am.''4, etc.; [[adapt oneself]], μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.''M.''9.53; [[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, [[change the mode]], Iamb.''VP''25.113:—Pass., <b class="b3">τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα</b> [[having their order changed]], [[LXX]] ''Wi.''19.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]], Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]], Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> μεθήρμοσα;<br />arranger d'une autre manière, <i>particul.</i> rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; <i>Pass.</i> changer de situation, de sentiment, de genre de vie;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεθαρμόζομαι]] <i>tr.</i> changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d'être.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεθαρμόζω:''' атт. [[μεθαρμόττω]] переделывать, исправлять, улучшать: εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον Soph. если я бью мимо цели, поправь (меня); μεθαρμόσαι νέους τρόπους Aesch. усвоить новые привычки; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Eur. мы зажили лучшей жизнью, чем прежде; μεθαρμόσασθαι εἴς τι Sext. приспособиться к чему-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθαρμόζω''': μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - [[διαφόρως]] διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε [[νέας]] ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, [[ἐπαναφέρω]] τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ [[πρός]] τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, [[προσαρμόζω]] ἐμαυτὸν καταλλήλως [[πρός]] τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 10. 51. | |lstext='''μεθαρμόζω''': μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - [[διαφόρως]] διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ [[τυγχάνω]], μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε [[νέας]] ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ [[πρόσθεν]] Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, [[ἐπαναφέρω]] τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ [[πρός]] τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, [[προσαρμόζω]] ἐμαυτὸν καταλλήλως [[πρός]] τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 10. 51. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ | |mltxt=(Α [[μεθαρμόζω]] και αττ. τ. [[μεθαρμόττω]])<br />[[μεταβάλλω]], [[αναπροσαρμόζω]], [[μετατρέπω]], [[αλλάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]], [[ιδίως]] [[προς]] το καλύτερο, [[διορθώνω]], [[επανορθώνω]] («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθαρμόζομαι</i><br />α) [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, [[αποκτώ]] [[κάτι]] νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», <b>Αισχύλ.</b>)<br />β) προσαρμόζομαι<br />γ) [[συμφωνώ]] («[[πόλις]] ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)<br />δ) <b>μουσ.</b> [[αλλάζω]] ήχο, [[μέλος]] («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ <b>βλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἁρμόζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεθαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. <i>-όσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[διορθώνω]], σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. | |lsmtext='''μεθαρμόζω:''' μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. <i>-όσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[διορθώνω]], σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ <i>μεθηρμοσάμην</i>, με Παθ. παρακ. <i>-ήρμοσμαι</i>, προσαρμόζομαι, <i>μεθάρμοσαι νέους τρόπους</i>, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, σε Αισχύλ.· <i>μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[late]] | |mdlsjtxt=[[late]] Attic -όττω fut. όσω<br />to [[dispose]] [[differently]], to [[correct]], Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. [[pass]]. -ήρμοσμαι, to [[dispose]] for [[oneself]], μεθάρμοσαι νέους τρόπους [[adopt]] new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:57, 25 October 2024
English (LSJ)
later Att. μεθαρμόττω, dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose, δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr.311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν E.Alc.1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι AP7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι AP9.584.12: c. gen., from a certain condition, Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4, etc.; adapt oneself, μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53; πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.
German (Pape)
[Seite 111] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν, Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.
French (Bailly abrégé)
ao. μεθήρμοσα;
arranger d'une autre manière, particul. rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; Pass. changer de situation, de sentiment, de genre de vie;
Moy. μεθαρμόζομαι tr. changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d'être.
Étymologie: μετά, ἁρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
μεθαρμόζω: атт. μεθαρμόττω переделывать, исправлять, улучшать: εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον Soph. если я бью мимо цели, поправь (меня); μεθαρμόσαι νέους τρόπους Aesch. усвоить новые привычки; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Eur. мы зажили лучшей жизнью, чем прежде; μεθαρμόσασθαι εἴς τι Sext. приспособиться к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
μεθαρμόζω: μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - διαφόρως διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε νέας ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, ἐπαναφέρω τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ πρός τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, προσαρμόζω ἐμαυτὸν καταλλήλως πρός τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· πρός τι Διον. Ἁλ. 10. 51.
Greek Monolingual
(Α μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω)
μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)
2. μέσ. μεθαρμόζομαι
α) μεταβάλλω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ κάτι νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», Αισχύλ.)
β) προσαρμόζομαι
γ) συμφωνώ («πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)
δ) μουσ. αλλάζω ήχο, μέλος («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ βλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἁρμόζω.
Greek Monotonic
μεθαρμόζω: μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. -όσω, τοποθετώ διαφορετικά, διορθώνω, σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ μεθηρμοσάμην, με Παθ. παρακ. -ήρμοσμαι, προσαρμόζομαι, μεθάρμοσαι νέους τρόπους, υιοθετώ νέες συνήθειες, σε Αισχύλ.· μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον, σε Ευρ.
Middle Liddell
late Attic -όττω fut. όσω
to dispose differently, to correct, Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. pass. -ήρμοσμαι, to dispose for oneself, μεθάρμοσαι νέους τρόπους adopt new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur.