πολυκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyktonos
|Transliteration C=polyktonos
|Beta Code=polukto/nos
|Beta Code=polukto/nos
|Definition=ον, (κτείνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[murderous]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>461</span>,<span class="bibl">734</span>(both lyr.); δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>198</span> (lyr.).</span>
|Definition=πολυκτόνον, ([[κτείνω]]) [[murderous]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''461,734(both lyr.); δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον E.''Hel.''198 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] viel od. viele tödtend; Aesch. Ag. 448. 716; Eur. Or. 1142 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0665.png Seite 665]] viel od. viele tödtend; Aesch. Ag. 448. 716; Eur. Or. 1142 u. öfter.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολυκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ πολλοὺς φονεύων, [[φονικός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr beaucoup d'êtres (hommes, animaux).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κτείνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκτόνος -ον &#91;[[πολύς]], [[κτείνω]]] [[velen vermoordend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui fait périr beaucoup d’êtres (hommes, animaux).<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κτείνω]].
|elrutext='''πολυκτόνος:''' [[убивающий многих]], [[истребительный]] ([[σίνος]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[πολύκτονος]]): τῶν πολυκτόνων οὐκ ἄσκοποι θεοί Aesch. боги не прощают убийцам.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολυκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει πολλούς, [[δολοφονικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πολυκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που φονεύει πολλούς, [[δολοφονικός]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυκτόνος:''' [[убивающий многих]], [[истребительный]] ([[σίνος]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[πολύκτονος]]): τῶν πολυκτόνων οὐκ ἄσκοποι θεοί Aesch. боги не прощают убийцам.
|lstext='''πολυκτόνος''': -ον, ([[κτείνω]]) ὁ πολλοὺς φονεύων, [[φονικός]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυκτόνος -ον [πολύς, κτείνω] velen vermoordend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 21:55, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκτόνος Medium diacritics: πολυκτόνος Low diacritics: πολυκτόνος Capitals: ΠΟΛΥΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: polyktónos Transliteration B: polyktonos Transliteration C: polyktonos Beta Code: polukto/nos

English (LSJ)

πολυκτόνον, (κτείνω) murderous, A.Ag.461,734(both lyr.); δι' ἐμὲ τὰν πολυκτόνον E.Hel.198 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 665] viel od. viele tödtend; Aesch. Ag. 448. 716; Eur. Or. 1142 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr beaucoup d'êtres (hommes, animaux).
Étymologie: πολύς, κτείνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκτόνος -ον [πολύς, κτείνω] velen vermoordend.

Russian (Dvoretsky)

πολυκτόνος: убивающий многих, истребительный (σίνος Aesch. - v.l. πολύκτονος): τῶν πολυκτόνων οὐκ ἄσκοποι θεοί Aesch. боги не прощают убийцам.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φονεύει ή φόνευσε πολλούς, ο πολύ φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω, φονεύω»), πρβλ. πρωτοκτόνος.

Greek Monotonic

πολυκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει πολλούς, δολοφονικός, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ πολλοὺς φονεύων, φονικός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 461, 734· δι’ ἐμὲ τὰν πολυκτόνον Εὐρ. Ἑλ. 198. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι Περὶ τονισμοῦ τῶν συνθέτων ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΒ΄, σ. 351.

Middle Liddell

πολυ-κτόνος, ον, κτείνω
much-slaying, murderous, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

murderous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)