ὠφέλημα: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(47c)
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ofelima
|Transliteration C=ofelima
|Beta Code=w)fe/lhma
|Beta Code=w)fe/lhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a useful</b> or <b class="b2">serviceable thing, service, benefit</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>251</span>; <b class="b3">ἀνθρώποισιν ὠφελήματα</b> ib.<span class="bibl">501</span>; of a person, <b class="b3">ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς</b> ib.<span class="bibl">613</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>703</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ὠφελήματα</b> <b class="b2">things good in themselves</b>, e.g. harmony, goodwill, opp. <b class="b3">εὐχρηστήματα</b>, <span class="title">Stoic.</span>3.23, cf.136. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> generally, <b class="b2">use, advantage, profit</b>, τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>259</span>, cf. <span class="bibl">X. <span class="title">Hier.</span>10.3</span>; ὠφελήματα πατρίδος <span class="bibl">Id.<span class="title">Ages.</span>7.2</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> a [[useful]] or [[serviceable]] thing, [[service]], [[benefit]], [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''251; <b class="b3">ἀνθρώποισιν ὠφελήματα</b> ib.501; of a person, <b class="b3">ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς</b> ib.613, cf. E.''Tr.''703.<br><span class="bld">2</span> [[ὠφελήματα]] [[things good in themselves]], e.g. harmony, goodwill, opp. [[εὐχρηστήματα]], ''Stoic.''3.23, cf.136.<br><span class="bld">II</span> generally, [[use]], [[advantage]], [[profit]], τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''259, cf. X. ''Hier.''10.3; ὠφελήματα πατρίδος Id.''Ages.''7.2.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> [[ce qui rend service]], [[chose avantageuse]], [[source de profit]], [[bienfait]] ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> [[utilité]], [[avantage]], [[profit]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Nutzen]], [[Vorteil]]</i>; Soph. <i>O.C</i>. 260; παρέχειν Xen. <i>Hier</i>. 10.3; Plut. – Übh. <i>was [[Nutzen]], [[Vorteil]] bringt</i>, μέγ' [[ὠφέλημα]] τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς Aesch. <i>Prom</i>. 251, vgl. 616; Soph. <i>Trach</i>. 698; <i>ein [[nützlicher]], brauchbarer [[Denkspruch]]</i>, Pausan.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠφέλημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[польза]], [[помощь]], [[благодеяние]] (ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.): τί δόξης ὠ. γίγνεται; Soph. что пользы в молве?; τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. благодеяния отечества;<br /><b class="num">2</b> [[благодетель]]: κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. благодетель рода человеческого.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠφέλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα [[αὐτόθι]] 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν [[ὠφέλημα]] θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], τί [[δῆτα]] δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, [[εἶναι]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.
|lstext='''ὠφέλημα''': τό, [[πρᾶγμα]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα [[αὐτόθι]] 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν [[ὠφέλημα]] θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ὠφέλεια]], [[κέρδος]], τί [[δῆτα]] δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, [[εἶναι]] χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; <i>en parl. de pers.</i> bienfaiteur;<br /><b>2</b> utilité, avantage, profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, το / [[ὠφέλημα]], ΝΑ [[ωφελώ]]<br />[[ωφέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ωφελήματα</i><br /><b>(νομ.)</b> οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, [[αλλά]] και [[κάθε]] όφελος που παρέχει η [[χρήση]] του πράγματος ή του δικαιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] υλικό ή ηθικό [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠφέλημα]] ἔχειν τινί» — [[είναι]] ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.).
|mltxt=-ήματος, το / [[ὠφέλημα]], ΝΑ [[ωφελώ]]<br />[[ωφέλεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τα ωφελήματα</i><br /><b>(νομ.)</b> οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, [[αλλά]] και [[κάθε]] όφελος που παρέχει η [[χρήση]] του πράγματος ή του δικαιώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] υλικό ή ηθικό [[κέρδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὠφέλημα]] ἔχειν τινί» — [[είναι]] ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὠφέλημα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> χρήσιμο ή ωφέλιμο [[πράγμα]], [[ωφέλεια]], [[κέρδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[κέρδος]], σε Σοφ., Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὠφέλημα]], ατος, τό, from [[ὠφελέω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[useful]] or [[serviceable]] [[thing]], a [[service]], [[benefit]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], use, [[advantage]], [[profit]], Soph., Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[advantage]], [[benefit]], [[favor]], [[favour]]
}}
}}

Latest revision as of 06:48, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφέλημα Medium diacritics: ὠφέλημα Low diacritics: ωφέλημα Capitals: ΩΦΕΛΗΜΑ
Transliteration A: ōphélēma Transliteration B: ōphelēma Transliteration C: ofelima Beta Code: w)fe/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A a useful or serviceable thing, service, benefit, A.Pr.251; ἀνθρώποισιν ὠφελήματα ib.501; of a person, ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς ib.613, cf. E.Tr.703.
2 ὠφελήματα things good in themselves, e.g. harmony, goodwill, opp. εὐχρηστήματα, Stoic.3.23, cf.136.
II generally, use, advantage, profit, τί δῆτα δόξης . . ὠ. γίγνεται; S.OC259, cf. X. Hier.10.3; ὠφελήματα πατρίδος Id.Ages.7.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qui rend service, chose avantageuse, source de profit, bienfait ; en parl. de pers. bienfaiteur;
2 utilité, avantage, profit.
Étymologie: ὠφελέω.

German (Pape)

τό, Nutzen, Vorteil; Soph. O.C. 260; παρέχειν Xen. Hier. 10.3; Plut. – Übh. was Nutzen, Vorteil bringt, μέγ' ὠφέλημα τοῦτ' ἐδωρήσω βροτοῖς Aesch. Prom. 251, vgl. 616; Soph. Trach. 698; ein nützlicher, brauchbarer Denkspruch, Pausan.

Russian (Dvoretsky)

ὠφέλημα: ατος τό
1 польза, помощь, благодеяние (ἀνθρώποισιν ὠφελήματα Aesch.): τί δόξης ὠ. γίγνεται; Soph. что пользы в молве?; τὰ ὠφελήματα τῆς πατρίδος Xen. благодеяния отечества;
2 благодетель: κοινὸν ὠ. θνητοῖσιν Aesch. благодетель рода человеческого.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφέλημα: τό, πρᾶγμα χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον, ὠφέλεια, κέρδος, Αἰσχύλ. Πρ. 251· ἀνθρώποισιν ὠφελήματα αὐτόθι 501· ἐπὶ προσώπου, ω κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανεὶς αὐτόθ 614, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 698. ΙΙ. καθόλου, ὠφέλεια, κέρδος, τί δῆτα δόξης... ὠφ. γίγνεται; Σοφ. Ο. Κ. 260, πρβλ. Ξεν. Ἱέρ. 10, 3· ὠφελήματα πατρίδος ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 7, 2· ὠφέλημ’ ἔχει τινί, εἶναι χρήσιμον ἢ ὠφέλιμον εἴς τινα, Κωμ. Ἀνώνυμ. 16.

Greek Monolingual

-ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ ωφελώ
ωφέλεια
νεοελλ.
στον πληθ. τα ωφελήματα
(νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος ή του δικαιώματος
αρχ.
1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος
2. φρ. «ὠφέλημα ἔχειν τινί» — είναι ωφέλιμο σε κάποιον (Κωμ. Αδέσπ.).

Greek Monotonic

ὠφέλημα: -ατος, τό,
I. χρήσιμο ή ωφέλιμο πράγμα, ωφέλεια, κέρδος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. γενικά, ωφέλεια, πλεονέκτημα, κέρδος, σε Σοφ., Ξεν.

Middle Liddell

ὠφέλημα, ατος, τό, from ὠφελέω
I. a useful or serviceable thing, a service, benefit, Aesch., Eur.
II. generally, use, advantage, profit, Soph., Xen.

English (Woodhouse)

advantage, benefit, favor, favour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)