ἄκανος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akanos
|Transliteration C=akanos
|Beta Code=a)/kanos
|Beta Code=a)/kanos
|Definition=ὁ, ([[ἀκή]] A, [[ἀκίς]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pine-thistle]], [[Atractylis gummifera]], <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>1.10.6</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[thistle-head]], ib.<span class="bibl">6.4.3</span>.</span>
|Definition=ὁ, ([[ἀκή]] A, [[ἀκίς]])<br><span class="bld">A</span> [[pine thistle]], [[stemless atractylis]], [[Atractylis gummifera]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''1.10.6, al.<br><span class="bld">2</span> [[thistle head]], ib.6.4.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cabezuela espinosa del cardo ajonjero]] τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ [[ἄνθος]] ἢ καὶ ὁ καρπὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.3, σπερματικὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.9.<br /><b class="num">2</b> [[cardo ajonjero]], [[Atractylis gummifera]] L., Thphr.<i>HP</i> 1.10.6, 9.12.1, Sm.<i>Ib</i>.31.40, Olymp.<i>Iob</i> 31.40 (cf. [[ἄκαν]]).<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. 2 [[ἀκή]], [[ἀκίς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0068.png Seite 68]] ὁ, nach VLL. = [[ἄκανθα]]. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0068.png Seite 68]] ὁ, nach VLL. = [[ἄκανθα]]. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.
}}
{{ls
|lstext='''ἄκᾰνος''': ὁ, (ἀκή, [[ἀκίς]]), [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἡ [[ἀκανθώδης]] κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[ᾰᾰ] ου (ὁ),<br />tête épineuse <i>de certaines plantes</i>, TH. <i>H.P</i>. 1.10.6, etc.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκή]].
|btext=[ᾰᾰ] ου (ὁ),<br />tête épineuse <i>de certaines plantes</i>, TH. <i>H.P</i>. 1.10.6, etc.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκή]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ου, ὁ<br />bot.<br /><b class="num">1</b> [[cabezuela espinosa del cardo ajonjero]] τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ [[ἄνθος]] ἢ καὶ ὁ καρπὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.3, σπερματικὸς [[ἄκανος]] Thphr.<i>HP</i> 6.4.9.<br /><b class="num">2</b> [[cardo ajonjero]], [[Atractylis gummifera L.]], Thphr.<i>HP</i> 1.10.6, 9.12.1, Sm.<i>Ib</i>.31.40, Olymp.<i>Iob</i> 31.40 (cf. [[ἄκαν]]).<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. 2 [[ἀκή]], ἀκίς.
|lstext='''ἄκᾰνος''': ὁ, (ἀκή, [[ἀκίς]]), [[εἶδος]] ἀκάνθης, ἡ [[ἀκανθώδης]] κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. . Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἄκανος''': {ákanos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Atractylis gummifera]], [[dorniger Fruchtkopf]] (Thphr.);<br />'''Derivative''': daneben [[ἄκαν]], -νος LXX (4. ''Kōn''. 14, 9). Ableitungen: [[ἀκανικός]], [[ἀκανώδης]], ferner [[ἀκανίζω]] (alle Thphr.) und [[ἀκάνιον]] H.<br />'''Etymology''' : Zur Bildung vgl. [[βάλανος]], [[πλάτανος]], [[ῥάφανος]], [[πύανος]] usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in [[ἀκή]] usw., zur ''n''-Erweiterung vgl. noch [[ἄκαινα]], [[ἄκων]], [[ἀκόνη]].<br />'''Page''' 1,51
|ftr='''ἄκανος''': {ákanos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': Distelart, [[Atractylis gummifera]], [[dorniger Fruchtkopf]] (Thphr.);<br />'''Derivative''': daneben [[ἄκαν]], -νος [[LXX]] (4. ''Kōn''. 14, 9). Ableitungen: [[ἀκανικός]], [[ἀκανώδης]], ferner [[ἀκανίζω]] (alle Thphr.) und [[ἀκάνιον]] H.<br />'''Etymology''': Zur Bildung vgl. [[βάλανος]], [[πλάτανος]], [[ῥάφανος]], [[πύανος]] usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in [[ἀκή]] usw., zur ''n''-Erweiterung vgl. noch [[ἄκαινα]], [[ἄκων]], [[ἀκόνη]].<br />'''Page''' 1,51
}}
}}

Latest revision as of 21:24, 1 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκᾰνος Medium diacritics: ἄκανος Low diacritics: άκανος Capitals: ΑΚΑΝΟΣ
Transliteration A: ákanos Transliteration B: akanos Transliteration C: akanos Beta Code: a)/kanos

English (LSJ)

ὁ, (ἀκή A, ἀκίς)
A pine thistle, stemless atractylis, Atractylis gummifera, Thphr. HP1.10.6, al.
2 thistle head, ib.6.4.3.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
bot.
1 cabezuela espinosa del cardo ajonjero τὸ κύημα καὶ ἐν ᾧ τὸ ἄνθος ἢ καὶ ὁ καρπὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.3, σπερματικὸς ἄκανος Thphr.HP 6.4.9.
2 cardo ajonjero, Atractylis gummifera L., Thphr.HP 1.10.6, 9.12.1, Sm.Ib.31.40, Olymp.Iob 31.40 (cf. ἄκαν).
• Etimología: v. 2 ἀκή, ἀκίς.

German (Pape)

[Seite 68] ὁ, nach VLL. = ἄκανθα. Bei Theophr eine Distelart, und der dornige Fruchtkopf einiger Pflanzen, z. B. Ananas.

French (Bailly abrégé)

[ᾰᾰ] ου (ὁ),
tête épineuse de certaines plantes, TH. H.P. 1.10.6, etc.
Étymologie: ἀκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκᾰνος: ὁ, (ἀκή, ἀκίς), εἶδος ἀκάνθης, ἡ ἀκανθώδης κεφαλὴ καρπῶν τινων, ὡς τοῦ Ἀνανᾶ, ἴδε Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6, καὶ ἀλλ. καὶ Schneid. Ind.· ἴδε καὶ Schleuin. Θησ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλανος, πλάτανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: a thistle, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Other forms: also ἄκαν, -νος LXX
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. for the formation πλάτανος, ῥάφανος, πύανος etc.; the word is generally derived from ἀκ- sharp, but the suffix -ανος rather points to a non-IE word (words like ἄκων, ἀκόνη rather confirm that the -α- is foreign).

Frisk Etymology German

ἄκανος: {ákanos}
Grammar: m.
Meaning: Distelart, Atractylis gummifera, dorniger Fruchtkopf (Thphr.);
Derivative: daneben ἄκαν, -νος LXX (4. Kōn. 14, 9). Ableitungen: ἀκανικός, ἀκανώδης, ferner ἀκανίζω (alle Thphr.) und ἀκάνιον H.
Etymology: Zur Bildung vgl. βάλανος, πλάτανος, ῥάφανος, πύανος usw.; zugrunde liegt das Element ἀκ- in ἀκή usw., zur n-Erweiterung vgl. noch ἄκαινα, ἄκων, ἀκόνη.
Page 1,51