κωλυτικός: Difference between revisions Search Google

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6_11)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolytikos
|Transliteration C=kolytikos
|Beta Code=kwlutiko/s
|Beta Code=kwlutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">preventive</b>, τινος <b class="b2">of</b> a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>4.5.7</span> (Comp.), <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1362a29</span>, <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1096b12</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Ign.</span>45</span>, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>2p.52U.</span>, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>2.47</span>: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. <span class="bibl">Vett.Val.178.30</span>.</span>
|Definition=κωλυτική, κωλυτικόν, [[preventive]], τινος of a thing, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''4.5.7 (Comp.), Arist.''Rh.''1362a29, ''EN''1096b12, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''45, Epicur.''Ep.''2p.52U., Porph.''Abst.''2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1543.png Seite 1543]] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1543.png Seite 1543]] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable d'empêcher, de mettre obstacle à, <i>gén;<br />Cp.</i> κωλυτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[κωλύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.
}}
{{elru
|elrutext='''κωλῡτικός:''' [[препятствующий]], [[мешающий]]: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωλυτικός]], -ή, -όν (AM) [[κωλύω]]<br />ο [[κατάλληλος]] να εμποδίσει [[κάτι]] ή κάποιον από [[κάτι]] [[άλλο]] («τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον [[εἶναι]] ἀκρασίας;», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωλυτικῶς</i><br />με παρεμποδιστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωλῡτικός:''' -ή, -όν, παρακωλυτικός, [[προληπτικός]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
|lstext='''κωλῡτικός''': -ή, -όν, ὡς τὸ [[κωλυτήριος]], ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κωλῡτικός, ή, όν<br />[[preventive]], Xen. [from [[κωλύω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡτικός Medium diacritics: κωλυτικός Low diacritics: κωλυτικός Capitals: ΚΩΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kōlytikós Transliteration B: kōlytikos Transliteration C: kolytikos Beta Code: kwlutiko/s

English (LSJ)

κωλυτική, κωλυτικόν, preventive, τινος of a thing, X.Mem.4.5.7 (Comp.), Arist.Rh.1362a29, EN1096b12, Thphr. Ign.45, Epicur.Ep.2p.52U., Porph.Abst.2.47: abs., in Astrol., ἀστὴρ ἄπρακτος καὶ κ. Vett.Val.178.30.

German (Pape)

[Seite 1543] zum Verhindern, Hemmen geschickt, geeignet; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arist. rhet. 1, 6; τῆς φθορᾶς de anim. 1, 1; Sp.; – compar., τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι οἴει τι κωλυτικώτερον ἀκρασίας εἶναι Xen. Mem. 4, 5, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable d'empêcher, de mettre obstacle à, gén;
Cp.
κωλυτικώτερος.
Étymologie: κωλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωλυτικός -ή -όν [κωλύω] verhinderend, met gen.: διὸ κωλυτικὰ μὲν ἐλέου πάντα ταῦτ’ ἐστί daarom vormen al deze zaken een obstakel voor medelijden Aristot. Rh. 1387a3.

Russian (Dvoretsky)

κωλῡτικός: препятствующий, мешающий: κωλυτικώτερόν τι Xen. большая помеха; τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων Arst. обстоятельства, препятствующие возникновению противоположных качеств.

Greek Monolingual

κωλυτικός, -ή, -όν (AM) κωλύω
ο κατάλληλος να εμποδίσει κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο («τοῦ δ' ἐπιμελεῖσθαι ὧν προσήκει οἴει τι κωλυτικώτερον εἶναι ἀκρασίας;», Ξεν.).
επίρρ...
κωλυτικῶς
με παρεμποδιστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κωλῡτικός: -ή, -όν, παρακωλυτικός, προληπτικός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτικός: -ή, -όν, ὡς τὸ κωλυτήριος, ἐμποδίζων, κωλύων, τινός, ἀπό τινος πράγματος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 7, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 2, Ἠθ. Ν. 1.6, 8, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

κωλῡτικός, ή, όν
preventive, Xen. [from κωλύω