ἴκελος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(2b)
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ikelos
|Transliteration C=ikelos
|Beta Code=i)/kelos
|Beta Code=i)/kelos
|Definition=[<b class="b3">ῐ], η, ον</b>, poet. and Ion. form of <b class="b3">εἴκελος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like, resembling</b>, τινι <span class="bibl">Il.11.467</span>, al., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>198</span>, <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>20b</span>.<span class="bibl">1</span>, B.<span class="title">Fr.</span>19, <span class="bibl">Hdt.3.81</span>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>3.4</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>575</span>, <span class="bibl">Theoc.2.51</span>, etc.; <b class="b3">ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ</b>. <b class="b2">like</b> foxes in disposition, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.77</span>; <b class="b3">ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ</b>. <span class="bibl">Democr.224</span>: c. gen., <b class="b3">θέας ἰκέλαν</b> dub. in <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>25.4</span>. Adv. ἱκᾰν-λως, c. dat., <b class="b2">in the same way as</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Gland.</span>8</span>, Diotog. ap. Stob.4.1.133.</span>
|Definition=[ῐ], η, ον, ''poet.'' and Ion. form of [[εἴκελος]], [[like]], [[resembling]], τινι Il.11.467, al., Hes.''Sc.''198, Sapph.''Supp.''20b.''1'', B.''Fr.''19, [[Herodotus|Hdt.]]3.81, Hp.''Epid.''3.4, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''575, Theoc.2.51, etc.; <b class="b3">ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ.</b> [[like]] foxes in disposition, Pi.''P.''2.77; <b class="b3">ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ.</b> Democr.224: c. gen., <b class="b3">θέας ἰκέλαν</b> dub. in Sapph.''Supp.''25.4. Adv. [[ἱκέλως]], c. dat., [[in the same way as]], Hp.''Gland.''8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] p. u. ion. = [[εἴκελος]], ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1247.png Seite 1247]] p. u. ion. = [[εἴκελος]], ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />[[semblable à]], τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, v. *[[εἴκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴκελος:''' дор. [[varia lectio|v.l.]] [[ἴκελος]] 3 (ῐ) эп.-ион. (= [[εἴκελος]]) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴκελος''': ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. [[τύπος]] τοῦ [[εἴκελος]], [[ὅμοιος]], ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
|lstext='''ἴκελος''': ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. [[τύπος]] τοῦ [[εἴκελος]], [[ὅμοιος]], ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />semblable à, τινι.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝικ, v. *[[εἴκω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐκελος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
|sltr=<b>ῐκελος</b> resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἴκελος]], -έλη, -ον (Α)<br />(ποιητ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[είκελος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰκέλως</i> (Α)<br />(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκ</i>-<i>ελος</i><br />η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ἰκ</i>- της ρίζας <i>weik</i>- «αποδεικνύομαι [[αληθής]]» τών ρ. [[εικάζω]], [[έοικα]]. Το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> εμφανίζεται [[κυρίως]] σε μεταρρηματικά παράγωγα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευτράπ</i>-<i>ελος</i>, <i>στυφ</i>-<i>ελός</i>). Ο τ. [[ίκελος]] έχει παράλληλο τ. [[είκελος]], ο [[οποίος]] εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, [[εκτός]] από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την [[ίδια]] [[συχνότητα]]].
|mltxt=[[ἴκελος]], -έλη, -ον (Α)<br />(ποιητ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[είκελος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰκέλως</i> (Α)<br />(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκ</i>-<i>ελος</i><br />η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ἰκ</i>- της ρίζας <i>weik</i>- «αποδεικνύομαι [[αληθής]]» τών ρ. [[εικάζω]], [[έοικα]]. Το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> εμφανίζεται [[κυρίως]] σε μεταρρηματικά παράγωγα ([[πρβλ]]. [[ευτράπελος]], [[στυφελός]]). Ο τ. [[ίκελος]] έχει παράλληλο τ. [[είκελος]], ο [[οποίος]] εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, [[εκτός]] από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την [[ίδια]] [[συχνότητα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴκελος:''' [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. [[τύπος]] του [[εἴκελος]], όμοιος, [[παρόμοιος]], [[ανάλογος]], <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.
|lsmtext='''ἴκελος:''' [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. [[τύπος]] του [[εἴκελος]], όμοιος, [[παρόμοιος]], [[ανάλογος]], <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{etym
|elrutext='''ἴκελος:''' дор. v. l. [[ἴκελος]] 3 () эп.-ион. (= [[εἴκελος]]) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[comparable]], [[resembling]] (Il.).<br />Other forms: also [[εἴκελος]] (after [[εἰκών]], [[εἰκάζω]] etc.; orig. perhaps for metr. lengthened [[ἴκελος]], Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)<br />Compounds: As 2. member a. o. in <b class="b3">θεο-(ε)ίκελος</b> [[god-like]] (Il.) and in <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προσ-(ε)ίκελος</b> [[resembling]] (Hom., Hdt.) from <b class="b3">ἐπι-</b>, <b class="b3">προσ-έοικα</b>; cf. also on [[ἐπιεικής]].<br />Derivatives: [[ἰκελόω]] [[make identical]] (AP).<br />Origin: IE [Indo-European] [1129] <b class="b2">*ueik-</b> [[resemble]]<br />Etymology: Old formation on the basis of the zero grade of [[ἔοικα]] (s. v.) with <b class="b3">λο-</b>suffix (Chantr. Form. 243); cf. <b class="b3">ἀ-ϊκής</b> beside <b class="b3">ἀ-εικής</b>.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἴκελος]], [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic [[form]] of [[εἴκελος]],]<br />like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἴκελος''': {íkelos}<br />'''Forms''': auch [[εἴκελος]] (nach [[εἰκών]], [[εἰκάζω]] usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)<br />'''Meaning''': [[vergleichbar]], [[ähnlich]] (ep. ion. poet. seit Il.).<br />'''Composita''' : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος [[götterähnlich]] (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος [[ähnlich]] (Hom., Hdt.) von ἐπι-, [[προσέοικα]]; vgl. auch zu [[ἐπιεικής]].<br />'''Derivative''': Davon [[ἰκελόω]] [[gleich machen]] (''AP'').<br />'''Etymology''' : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von [[ἔοικα]] (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. [[ἀϊκής]] neben [[ἀεικής]].<br />'''Page''' 1,716
}}
}}

Latest revision as of 17:00, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκελος Medium diacritics: ἴκελος Low diacritics: ίκελος Capitals: ΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: íkelos Transliteration B: ikelos Transliteration C: ikelos Beta Code: i)/kelos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος, like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκέλως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.

German (Pape)

[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.

Russian (Dvoretsky)

ἴκελος: дор. v.l. ἴκελος 3 (ῐ) эп.-ион. (= εἴκελος) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.

English (Autenrieth)

(ϝικ.), like, resembling.

English (Slater)

ῐκελος resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)

Greek Monolingual

ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπελος, στυφελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].

Greek Monotonic

ἴκελος: [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. τύπος του εἴκελος, όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: comparable, resembling (Il.).
Other forms: also εἴκελος (after εἰκών, εἰκάζω etc.; orig. perhaps for metr. lengthened ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Compounds: As 2. member a. o. in θεο-(ε)ίκελος god-like (Il.) and in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος resembling (Hom., Hdt.) from ἐπι-, προσ-έοικα; cf. also on ἐπιεικής.
Derivatives: ἰκελόω make identical (AP).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *ueik- resemble
Etymology: Old formation on the basis of the zero grade of ἔοικα (s. v.) with λο-suffix (Chantr. Form. 243); cf. ἀ-ϊκής beside ἀ-εικής.

Middle Liddell

ἴκελος, [ῐ]ος, η, ον poet. and ionic form of εἴκελος,]
like, resembling, τινι Il., Hdt., Pind.

Frisk Etymology German

ἴκελος: {íkelos}
Forms: auch εἴκελος (nach εἰκών, εἰκάζω usw.; urspr. vielleicht nur für metrisch gedehntes ἴκελος, Leumann Hom. Wörter 306 A. 76)
Meaning: vergleichbar, ähnlich (ep. ion. poet. seit Il.).
Composita : Als Hinterglied u. a. in θεο-(ε)ίκελος götterähnlich (Il.) und in ἐπι-, προσ-(ε)ίκελος ähnlich (Hom., Hdt.) von ἐπι-, προσέοικα; vgl. auch zu ἐπιεικής.
Derivative: Davon ἰκελόω gleich machen (AP).
Etymology : Altertümliche Bildung auf Grund der Schwundstufe von ἔοικα (s. d.) mit λο-Suffix (Chantraine Formation 243); vgl. ἀϊκής neben ἀεικής.
Page 1,716