εὔλυτος: Difference between revisions
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
(Bailly1_2) |
|||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eylytos | |Transliteration C=eylytos | ||
|Beta Code=eu)/lutos | |Beta Code=eu)/lutos | ||
|Definition= | |Definition=εὔλυτον, ([[λύω]])<br><span class="bld">A</span> [[easy to untie]] or [[loose]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.12; ὑποδέσεις [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.44; [[loose]], θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22.<br><span class="bld">2</span> [[easy to relax]], [[relaxed]], διαχωρήσιες Hp.''Prog.''18, cf. Arist.''Pr.''876b31.<br><span class="bld">3</span> [[loosely knit]], [[supple]], of joints, Id.''Phgn.''809b26 (Comp.), 811a1; [[loose]], of a machine, Hero ''Aut.''26.3.<br><span class="bld">4</span> [[soluble]], [[easily dissolved]], Dsc.5.159; [[σπλήν]] [[friable]], Aret.''SD''1.14; [[soft]], [[yielding]], of the [[os uteri]], Hp.''Mul.'' 2.115: hence metaph., [[easily dissolved]] or [[broken]], στέργηθρα E.''Hipp.'' 256 (anap.); of engagements, X.''HG''5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, [[easy to solve]], Arist.''GA''755b23, Just.''Nov.''97.6 ''Intr.''<br><span class="bld">5</span> [[easily released]], of the foetus, εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.''Septim.''4 (Comp.): so metaph., στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''6.10.<br><span class="bld">b</span> [[free from burdens]], [[at ease]], Jul.''Caes.''315b.<br><span class="bld">II</span> Adv. [[εὐλύτως]] = [[easily]], [[freely]], οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.''Coac.''446; εὐ. στρέφεσθαι Hero ''Aut.''18.1; εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.34; [[loosely]], ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; [[κοιλία]] Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; [[ἑρμηνεία]] Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; [[κοιλία]] Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; [[ἑρμηνεία]] Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à délier, <i>fig.</i> facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔλῠτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[легко отвязываемый]] (κύνες Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[легко расслабляющийся]] ([[κοιλία]] Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[легко расторгаемый]] (στέργηθρα Eur.);<br /><b class="num">4</b> [[легко разрешаемый]] ([[ἀπορία]] Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[легкий в движениях]], [[подвижный]] (ὦμοι Arst.);<br /><b class="num">6</b> [[проворный]], [[ловкий]] (κινήσεις Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔλῠτος''': -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., [[ὡσαύτως]], [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ. | |lstext='''εὔλῠτος''': -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, [[εὐκίνητος]], [[ἐλαφρός]], Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., [[ὡσαύτως]], [[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλυτος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός του οποίου η [[λύση]] βρίσκεται εύκολα («εύλυτο [[αίνιγμα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]] στη [[μετακίνηση]], στη [[χρήση]], [[εύστροφος]] («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρός]] («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος [[χαλαρά]]<br /><b>4.</b> [[ασύνδετος]], [[ασυναρμολόγητος]]<br /><b>5.</b> αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα<br /><b>6.</b> (για το [[στόμιο]] της μήτρας) [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]], [[υποχωρητικός]]<br /><b>7.</b> αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>8.</b> (για [[υγεία]]) [[επισφαλής]]<br /><b>9.</b> <b>ιατρ.</b> (για [[έμβρυο]]) αυτός που εξέρχεται εύκολα<br /><b>10.</b> [[επιρρεπής]] («[[στόμα]] εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)<br /><b>11.</b> απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες<br /><b>12.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεμπόδιστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐλύτως</i> (ΑΜ)<br />εύκολα, με εύκολη [[λύση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χαλαρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>λύω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔλῠτος:''' -ον ([[λύω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· <i>εὔλ. πρὸς λοιδορίαν</i>, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 7 November 2024
English (LSJ)
εὔλυτον, (λύω)
A easy to untie or loose, X.Cyn.6.12; ὑποδέσεις D.S.15.44; loose, θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐ. Id.3.22.
2 easy to relax, relaxed, διαχωρήσιες Hp.Prog.18, cf. Arist.Pr.876b31.
3 loosely knit, supple, of joints, Id.Phgn.809b26 (Comp.), 811a1; loose, of a machine, Hero Aut.26.3.
4 soluble, easily dissolved, Dsc.5.159; σπλήν friable, Aret.SD1.14; soft, yielding, of the os uteri, Hp.Mul. 2.115: hence metaph., easily dissolved or broken, στέργηθρα E.Hipp. 256 (anap.); of engagements, X.HG5.2.19; of health, Gal.5.443; of problems, easy to solve, Arist.GA755b23, Just.Nov.97.6 Intr.
5 easily released, of the foetus, εὐ. πρὸς τὸν τόκον Hp.Septim.4 (Comp.): so metaph., στόμα εὔ. πρὸς λοιδορίαν Thphr. Char.6.10.
b free from burdens, at ease, Jul.Caes.315b.
II Adv. εὐλύτως = easily, freely, οὖρα οὐκ εὐ. ἰόντα Hp.Coac.446; εὐ. στρέφεσθαι Hero Aut.18.1; εὐ. [πέλτην] μεταφέρειν D.S.5.34; loosely, ἐναγκυλίζεσθαι Plb.27.11.5.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; κοιλία Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηθρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέθ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; ἑρμηνεία Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à délier, fig. facile à rompre, qui se rompt facilement (amitié, engagement, etc.).
Étymologie: εὖ, λύω.
Russian (Dvoretsky)
εὔλῠτος:
1 легко отвязываемый (κύνες Xen.);
2 легко расслабляющийся (κοιλία Arst.);
3 легко расторгаемый (στέργηθρα Eur.);
4 легко разрешаемый (ἀπορία Arst.);
5 легкий в движениях, подвижный (ὦμοι Arst.);
6 проворный, ловкий (κινήσεις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔλῠτος: -ον, (λύω) εὐκόλως λυόμενος, Ξεν. Κυν. 6. 12. 2) ἐπὶ εὐκοιλιότητος, αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι Ἱππ. Προγν. 43, Ἀριστ. Προβλ. 4. 3. 3) χαλαρῶς συνηρθρωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἀριστ. Φυσιογν. 5. 8., 6, 15: ― ἐπὶ προσώπων, εὐκίνητος, ἐλαφρός, Διόδ. 3. 32. 4) μεταφ., εὐκόλως διαλυόμενος, στέργηθρα Εὐρ. Ἱππ. 256· ἐπὶ πολιτικῶν σχέσεων καὶ συνθηκῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 19· ἐπὶ προβλημάτων, εὐκόλως λυόμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 3. 5, 5. 5) μεταφ., ὡσαύτως, στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν Θεοφρ. Χαρακτ. 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, εὐκόλως, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 190, Πολύβ. 27. 9, 5, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.)
2. μτφ. αυτός του οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα»)
αρχ.
1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.)
2. χαλαρός («αἱ τῆς κοιλίας διαχωρήσεις μὴ εὔλυτοι», Ιπποκρ.)
3. (για τις αρθρώσεις) ο συναρμοσμένος χαλαρά
4. ασύνδετος, ασυναρμολόγητος
5. αυτός που διαλύεται ή που θρυμματίζεται εύκολα
6. (για το στόμιο της μήτρας) μαλακός, εύκαμπτος, υποχωρητικός
7. αυτός που εξατμίζεται, που αποσυντίθεται εύκολα («εὔλυτα στέργηθρα», Ευρ.)
8. (για υγεία) επισφαλής
9. ιατρ. (για έμβρυο) αυτός που εξέρχεται εύκολα
10. επιρρεπής («στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν», Θεόφρ.)
11. απαλλαγμένος από στενοχώριες και φροντίδες
12. ελεύθερος, ανεμπόδιστος.
επίρρ...
εὐλύτως (ΑΜ)
εύκολα, με εύκολη λύση
αρχ.
χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυτός (< λύω)].
Greek Monotonic
εὔλῠτος: -ον (λύω),
1. αυτός που λύνεται ή χαλαρώνεται εύκολα, σε Ξεν.· εὔλ. πρὸς λοιδορίαν, αυτός που εύκολα ξεσπά σε βρισιές, σε Θεόφρ.
2. μεταφ., αυτός που εύκολα διαλύεται ή παύει να ισχύει, σε Ευρ., Ξεν.