ὑποκονίω: Difference between revisions
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypokonio | |Transliteration C=ypokonio | ||
|Beta Code=u(pokoni/w | |Beta Code=u(pokoni/w | ||
|Definition= | |Definition=[ῑ],<br><span class="bld">A</span> [[put dust to the roots]], esp. by [[digging]] (cf. [[ὑποσκάπτω]]), Id.''HP''2.7.5.<br><span class="bld">II</span> Med., of [[wrestler]]s, [[sprinkle oneself with dust]], in [[preparation]] for the [[contest]], τὼ χεῖρε ὑποκονίεται ''Com.Adesp.''401: metaph., Plu.2.614d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκονίω''': μέλλ. -ίσω [ῑ], [[καλύπτω]] διὰ κόνεως ἢ χώματος, [[μάλιστα]] σκάπτων [[πέριξ]] τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ [[ὑποσκάπτω]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, [[τρίβω]] τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, ([[διότι]] τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ [[ἑπομένως]] ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix. | |lstext='''ὑποκονίω''': μέλλ. -ίσω [ῑ], [[καλύπτω]] διὰ κόνεως ἢ χώματος, [[μάλιστα]] σκάπτων [[πέριξ]] τῶν ριζῶν, Λατιν. [[pulvero|pulverare]], ἀλλαχοῦ [[ὑποσκάπτω]], Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, [[τρίβω]] τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, ([[διότι]] τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ [[ἑπομένως]] ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φυτό]] και, [[ιδίως]], [[αμπέλι]]) [[καλύπτω]] με [[σκόνη]] ή με [[χώμα]] («τρέφειν δὲ | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (σχετικά με [[φυτό]] και, [[ιδίως]], [[αμπέλι]]) [[καλύπτω]] με [[σκόνη]] ή με [[χώμα]] («τρέφειν δὲ δοκεῖ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῖν ποιεῖν [[οἷον]] τὸν βότρυν<br />διὸ καὶ ὑποκονίουσι [[πολλάκις]], οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑποκονίομαι</i><br />(για [[παλαιστή]] που προετοιμάζεται για αγώνα) [[τρίβω]] τις παλάμες τών χεριών μου [[πάνω]] στο [[έδαφος]] για να τίς καλύψω με [[σκόνη]] («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κονίω]] «[[καλύπτω]] με [[σκόνη]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:16, 7 November 2024
English (LSJ)
[ῑ],
A put dust to the roots, esp. by digging (cf. ὑποσκάπτω), Id.HP2.7.5.
II Med., of wrestlers, sprinkle oneself with dust, in preparation for the contest, τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Com.Adesp.401: metaph., Plu.2.614d.
German (Pape)
[Seite 1221] ein wenig bestäuben, bes. den Weinstock od. die Weintrauben beim Behacken bestäuben, pulverare, wie ὑποσκάπτω, Theophr. – Med. von den Ringern, sich mit dem Ringerstaube bestreuen, dah. sich zum Kampfe rüsten, Plut. Pomp. 53 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκονίω: μέλλ. -ίσω [ῑ], καλύπτω διὰ κόνεως ἢ χώματος, μάλιστα σκάπτων πέριξ τῶν ριζῶν, Λατιν. pulverare, ἀλλαχοῦ ὑποσκάπτω, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5. ΙΙ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ἐπὶ παλαιστῶν, τρίβω τὰς παλάμας τῶν χειρῶν μου ἐπὶ τῆς κόνεως τοῦ ἐδάφους, σκονίζω αὐτὰς ἵνα μὴ διαφεύγῃ εὐκόλως ἀπὸ τῶν χειρῶν μου ὁ ἀντίπαλός μου, (διότι τὰ σώματα τῶν παλαιόντων ἦσαν λιπαρὰ ἐκ τοῦ ἐλαίου δι’ οὗ ἠλείφοντο πρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ ἑπομένως ὀλισθηρά), οὐδ’ ὑποκονίεται, τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον Πλούτ. 2. 614D˙Ϗ τὼ χεῖρε ὑποκονίεται Κωμικ. Ἀνώνυμ. ἐν Meineke 5. 1, σ. ccctix.
Greek Monolingual
Α
1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῖ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῖν ποιεῖν οἷον τὸν βότρυν
διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.)
2. μέσ. ὑποκονίομαι
(για παλαιστή που προετοιμάζεται για αγώνα) τρίβω τις παλάμες τών χεριών μου πάνω στο έδαφος για να τίς καλύψω με σκόνη («οὐδ' ὑποκονίεται τὴν λαβὴν εὔτονον ποιῶν καὶ ἄφυκτον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κονίω «καλύπτω με σκόνη»].