πολυστομέω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(nl)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polystomeo
|Transliteration C=polystomeo
|Beta Code=polustome/w
|Beta Code=polustome/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">speak much</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span> 502</span>.</span>
|Definition=[[speak much]], A.''Supp.'' 502.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] viel reden, Aesch. Suppl. 497.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0674.png Seite 674]] [[viel reden]], Aesch. Suppl. 497.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυστομέω:''' [[много говорить]] Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυστομέω &#91;[[πολύς]], [[στόμα]]] [[veel praten]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυστομέω''': ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.
|lstext='''πολυστομέω''': ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.
}}
}}
{{elru
{{trml
|elrutext='''πολυστομέω:''' много говорить Aesch.
|trtx====[[prattle]]===
}}
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: [[ratelen]]; English: [[babble]], [[bat the breeze]], [[blab]], [[blabber]], [[blather]], [[chatter]], [[chew the fat]], [[chew the rag]], [[chinwag]], [[chit-chat]], [[chunner]], [[clack]], [[claver]], [[clepe]], [[drivel]], [[gabble]], [[gibber]], [[go on]], [[jabber]], [[maunder]], [[natter]], [[palaver]], [[piffle]], [[prate]], [[prattle]], [[rabbit]], [[rabbit on]], [[ramble]], [[shoot the breeze]], [[shoot the bull]], [[shoot the shit]], [[smatter]], [[tattle]], [[twaddle]], [[waffle]], [[wibble]], [[witter]], [[yabber]], [[yack]], [[yap]], [[yatter]]; Finnish: pälättää; French: [[bavarder]]; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: [[schwatzen]]; Greek: [[δε βάζω γλώσσα μέσα]], [[δε βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα]], [[δεν βάζω γλώσσα μέσα μου]], [[δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου]], [[δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου]], [[δεν παύει το στόμα μου]], [[δεν το βουλώνω]], [[είμαι γλωσσοκοπάνα]], [[ζαλίζω]], [[ζαλίζω από την πολύ πάρλα]], [[ζαλίζω τον έρωτα]], [[η γλώσσα μου πάει πολυβόλο]], [[η γλώσσα μου πάει ροδάνι]], [[η γλώσσα μου πάει ψαλίδι]], [[μακρηγορώ]], [[μακρολογώ]], [[μιλάω ακατάπαυστα]], [[μιλάω βαρετά]], [[μιλώ ακατάπαυστα]], [[πάει το στόμα μου ροδάνι]], [[παίρνω μονότερμα]], [[παίρνω τ' αυτιά]], [[παίρνω τ' αφτιά]], [[παίρνω τα αυτιά]], [[παίρνω τα αφτιά]], [[πεθαίνω στην πάρλα]], [[πεθαίνω στο μπλα μπλα]], [[πιάνω μονότερμα]], [[πιπιλίζω το μυαλό]], [[πολυλογώ]], [[πρήζω]], [[τρελαίνω στην πάρλα]], [[τρώω τ' αυτιά]], [[τρώω τ' αφτιά]], [[τρώω τα αυτιά]], [[τρώω τα αφτιά]], [[τρώω το κεφάλι]], [[φλυαρώ]], [[φλυαρώ ακατάπαυστα]], [[φλυαρώ ακατάσχετα]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχεῖν]], [[ἀδολεσχέω]], [[θρυλεῖν]], [[θρυλέω]], [[λαλεῖν]], [[λαλέω]], [[μακρηγορέω]], [[μακρολογέω]], [[μακύνω]], [[μηκυνέω]], [[μηκύνω λόγον]], [[μηκύνω λόγους]], [[πολυστομεῖν]], [[πολυστομέω]], [[στωμύλλεσθαι]], [[στωμύλλω]], [[φληναφᾶν]], [[φληναφάω]], [[φλυαρεῖν]], [[φλυαρέω]], [[φλύειν]], [[φλύω]]; Hungarian: csacsog; Latin: [[garrio]]; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: [[лепетать]], [[болтать]], [[трепаться]]; Sanskrit: लपति; Spanish: [[parlotear]], [[hablar por los codos]], [[hablar como un perico]], [[hablar como una cotorra]], [[hablar como un loro]], [[hablar hasta por los codos]]; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô
{{elnl
|elnltext=πολυστομέω [πολύς, στόμα] veel praten.
}}
}}

Latest revision as of 09:11, 8 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστομέω Medium diacritics: πολυστομέω Low diacritics: πολυστομέω Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΜΕΩ
Transliteration A: polystoméō Transliteration B: polystomeō Transliteration C: polystomeo Beta Code: polustome/w

English (LSJ)

speak much, A.Supp. 502.

German (Pape)

[Seite 674] viel reden, Aesch. Suppl. 497.

Russian (Dvoretsky)

πολυστομέω: много говорить Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυστομέω [πολύς, στόμα] veel praten.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστομέω: ὁμιλῶ πολλά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 502.

Translations

prattle

Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô