παλίνδρομος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(6_17)
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palindromos
|Transliteration C=palindromos
|Beta Code=pali/ndromos
|Beta Code=pali/ndromos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">running back again</b>, π. ἄπιθι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>37</span>; <b class="b2">recurring</b>, σελήνη π. ἀνάμνησις <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>6</span>; π. ἔλλαβε πένθος <b class="b2">recurring</b>, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς . . παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> <b class="b2">back again</b>, <span class="bibl">D.L.2.65</span>: metaph., <b class="b2">uncertain</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.203</span>.</span>
|Definition=παλίνδρομον, [[running back again]], π. ἄπιθι Luc.''Tim.''37; [[recurring]], σελήνη π. ἀνάμνησις [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6; π. ἔλλαβε πένθος [[recurring]], Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> [[back again]], D.L.2.65: metaph., [[uncertain]], S.E.''P.''2.203.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurück-, rückwärtslaufend; [[παλίνδρομος]] ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] [[zurücklaufend]], [[rückwärtslaufend]]; [[παλίνδρομος]] ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui court en sens inverse]], [[qui revient sur ses pas]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίνδρομος -ον &#91;[[πάλιν]], [[δραμεῖν]]] [[teruglopend]], [[terugrennend]], [[terugkerend]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλίνδρομος:'''<br /><b class="num">1</b> [[движущийся обратно]], [[возвращающийся]]: π. [[ἄπιθι]] Luc. отправляйся в обратный путь;<br /><b class="num">2</b> [[колеблющийся]], [[сомнительный]], [[недостоверный]], Sext.
}}
{{Slater
|sltr=[[παλίνδρομος]] ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίνδρομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κινείται [[εναλλάξ]] [[προς]] δύο αντίθετες κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παλίνδρομη [[κύηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη [[μήτρα]] [[υποστροφή]] της κύησης, η οποία καταλήγει σε [[αποβολή]]<br />β) «παλίνδρομο [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[κάτω]] λαρυγγικό [[νεύρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει [[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επανέρχεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβέβαιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλινδρόμως</i> (Μ)<br />(σχετικά με [[πορεία]]) [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ξανά]] [[πίσω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218.
|lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίν-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[back]] [[again]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδρομος Medium diacritics: παλίνδρομος Low diacritics: παλίνδρομος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: palíndromos Transliteration B: palindromos Transliteration C: palindromos Beta Code: pali/ndromos

English (LSJ)

παλίνδρομον, running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.

German (Pape)

[Seite 450] zurücklaufend, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνδρομος -ον [πάλιν, δραμεῖν] teruglopend, terugrennend, terugkerend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνδρομος:
1 движущийся обратно, возвращающийся: π. ἄπιθι Luc. отправляйся в обратный путь;
2 колеблющийся, сомнительный, недостоверный, Sext.

English (Slater)

παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.

Greek Monotonic

πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.

Middle Liddell

πᾰλίν-δρομος, ον, δραμεῖν
running back again, Luc.