ἐμποδισμός: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodismos | |Transliteration C=empodismos | ||
|Beta Code=e)mpodismo/s | |Beta Code=e)mpodismo/s | ||
|Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι | |Definition=ὁ, [[hindering]], [[impeding]], ταῖς βουλήσεσι Arist.''Rh.''1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.''Top.''161a15; ἡδονῶν [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''10. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[complicación]], [[traba]] ἔστι ... ὁ [[ἐπηρεασμός|ἐπηρεασμὸς]] ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.<i>Rh</i>.1378<sup>b</sup>18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, [[χωρὶς ἐμποδισμοῦ]] = [[sin ninguna traba]] I.<i>AI</i> 16.173, ὅπου ἡ [[σπουδή]], [[ἐκεῖ]] καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.<i>Epict</i>.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un [[impedimento]] Iust.<i>Nou</i>.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.<i>Top</i>.161<sup>a</sup>15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, <i>PTeb</i>.28.2 (II a.C.), Ariston.<i>Il</i>.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.<i>Sent</i>.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero <i>Dioptr</i>.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das Verhindern, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] ὁ, das [[Verhindern]], [[Hindernis]]; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[action d'empêcher]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμποδισμός:''' ὁ [[препятствование]], [[противодействие]] (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6. | |lstext='''ἐμποδισμός''': ὁ, [[ἐμπόδισμα]], [[κώλυμα]], Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.). | |mltxt=και αμποδισμός, ο (Α [[ἐμποδισμός]])<br />[[εμπόδιση]], [[εμπόδιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως προσωποπ.) [[άγριος]], [[σοβαρός]] [[άνθρωπος]]<br /><b>2.</b> συγκρατημένος («σαν [[ποταμός]] [[χειμωνικός]], π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
ὁ, hindering, impeding, ταῖς βουλήσεσι Arist.Rh.1378b18; τῶν συμπερασμάτων Id.Top.161a15; ἡδονῶν Secund.Sent.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
impedimento, obstáculo, complicación, traba ἔστι ... ὁ ἐπηρεασμὸς ἐμποδισμός ταῖς βουλήσεσιν Arist.Rh.1378b18, αἱ ... πράξεις ... ἐμποδισμούς τινας ἔσχον las operaciones sufrieron algunas complicaciones Plb.5.26.1, χωρὶς ἐμποδισμοῦ = sin ninguna traba I.AI 16.173, ὅπου ἡ σπουδή, ἐκεῖ καὶ ὁ ἐμποδισμός Arr.Epict.4.4.15, ἐμποδισμοὶ συμβήσονται τῷ φυγόντι Doroth.415.1, cf. Vett.Val.189.33, μηδένα τούτοις ἐμποδισμὸν τῆς ἡλικίας ποιούσης sin que para ellos la edad sea un impedimento Iust.Nou.119.2, cf. Eust.1316.53, c. gen. obj. ἐμποδισμοὶ τῶν συμπερασμάτων Arist.Top.161a15, cf. Mnesith.Ath.38.29, Speus.63e, PTeb.28.2 (II a.C.), Ariston.Il.14.376, Gal.19.413, Artem.3.35, ἡδονῶν ἐμποδισμός Secund.Sent.17, c. gen. subjet. διὰ οἰκοδομημάτων ἐμποδισμόν por impedirlo las construcciones, Hero Dioptr.27.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, das Verhindern, Hindernis; Arist. rhet. 2, 2; Pol. 5, 16, 6 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action d'empêcher.
Étymologie: ἐμποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμποδισμός: ὁ препятствование, противодействие (τινος и τινι Arst., περί τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδισμός: ὁ, ἐμπόδισμα, κώλυμα, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 4, Τοπ. 8. 10, 6.
Greek Monolingual
και αμποδισμός, ο (Α ἐμποδισμός)
εμπόδιση, εμπόδιο
μσν.
1. (ως προσωποπ.) άγριος, σοβαρός άνθρωπος
2. συγκρατημένος («σαν ποταμός χειμωνικός, π' ἀμποδισμό δέν ἔχει», Ροδολίν.).