ἡμεροσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")
m (Text replacement - "S. ''Ant.''" to "S.''Ant.''")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imeroskopos
|Transliteration C=imeroskopos
|Beta Code=h(merosko/pos
|Beta Code=h(merosko/pos
|Definition=ον, [[watching by day]], [[φύλαξ]] Ar. ''Av.'' 1174; as ''Subst.'', [[day-watcher]], Hdt. 7.183, 192, S. ''Ant.'' 253, X. ''HG'' 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; ''metaph'', πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν [[ἕξω]] A. ''Th.'' 66.
|Definition=ον, [[watching by day]], [[φύλαξ]] Ar. ''Av.'' 1174; as [[substantive]], [[day-watcher]], Hdt. 7.183, 192, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]'' 253, X. ''HG'' 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; ''metaph'', πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν [[ἕξω]] A. ''Th.'' 66.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1166.png Seite 1166]] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμεροσκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[дневной страж]], [[караульный дневной стражи]] Her., Soph.<br />бодрствующий днем, несущий дневную стражу ([[φύλαξ]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμεροσκόπος''': ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· [[φύλαξ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., [[φρουρός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.
|lstext='''ἡμεροσκόπος''': ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· [[φύλαξ]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., [[φρουρός]] ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui veille pendant le jour ; <i>subst.</i> guetteur <i>ou</i> sentinelle de jour.<br />'''Étymologie:''' [[ἡμέρα]], [[σκοπέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμεροσκόπος:''' ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἡμεροσκόπος:''' ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη [[διάρκεια]] της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμεροσκόπος:''' <b class="num">II</b> ὁ дневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.<br />бодрствующий днем, несущий дневную стражу ([[φύλαξ]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-σκόπος, ὁ,<br />watching by day, Aesch., Ar.:—as [[substantive]], a day-[[watcher]], Hdt., Soph., etc.
|mdlsjtxt=[[ἡμερο]]-σκόπος, ὁ,<br />watching by day, Aesch., Ar.:—as [[substantive]], a day-[[watcher]], Hdt., Soph., etc.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φρουρός]] τῆς ἡμέρας). Ἀπό τό [[ἡμέρα]] + σκοπῶ. Ἀπό τό [[ἡμέρα]]: [[ἡμερεύω]] (=περνῶ τήν [[ἡμέρα]]), [[ἡμερήσιος]], [[ἡμερινός]], [[ἡμέριος]], [[ἡμερολόγιον]], [[νυχθημερόν]]. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σκοπέω]] -ῶ.
}}
}}

Latest revision as of 07:32, 13 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροσκόπος Medium diacritics: ἡμεροσκόπος Low diacritics: ημεροσκόπος Capitals: ΗΜΕΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: hēmeroskópos Transliteration B: hēmeroskopos Transliteration C: imeroskopos Beta Code: h(merosko/pos

English (LSJ)

ον, watching by day, φύλαξ Ar. Av. 1174; as substantive, day-watcher, Hdt. 7.183, 192, S.Ant. 253, X. HG 1.1.2, Aen.Tact. 6.1, al.; metaph, πιστὸν ἡ. ὀφθαλμὸν ἕξω A. Th. 66.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, Tagwächter, Soph. Ant. 253; φύλακες Ar. Av. 1170; vgl. Aesch. Spt. 66; Her. 7, 182. 192.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veille pendant le jour ; subst. guetteur ou sentinelle de jour.
Étymologie: ἡμέρα, σκοπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροσκόπος: IIдневной страж, караульный дневной стражи Her., Soph.
бодрствующий днем, несущий дневную стражу (φύλαξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροσκόπος: ὁ, φυλάττων ἐν καιρῷ ἡμέρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 66· φύλαξ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1174· - ὡς οὐσιαστ., φρουρός ἐν καιρῷ ἡμέρας, Ἡρόδ. 7. 182, 192, Σοφ. Ἀντ. 253, κτλ.

Greek Monolingual

ἡμεροσκόπος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροσκόπος
φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις του εχθρού κατά τη διάρκεια της ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.)
αρχ.
επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. αστεροσκόπος, οιωνοσκόπος].

Greek Monotonic

ἡμεροσκόπος: ὁ, αυτός που φρουρεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· ως ουσ., ημεροφύλακας, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἡμερο-σκόπος, ὁ,
watching by day, Aesch., Ar.:—as substantive, a day-watcher, Hdt., Soph., etc.

Mantoulidis Etymological

(=φρουρός τῆς ἡμέρας). Ἀπό τό ἡμέρα + σκοπῶ. Ἀπό τό ἡμέρα: ἡμερεύω (=περνῶ τήν ἡμέρα), ἡμερήσιος, ἡμερινός, ἡμέριος, ἡμερολόγιον, νυχθημερόν. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.