ἀναγκαστός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_11) |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tag: Manual revert |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anagkastos | |Transliteration C=anagkastos | ||
|Beta Code=a)nagkasto/s | |Beta Code=a)nagkasto/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, [[forced]], [[constrained]], [[Herodotus|Hdt.]]6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.''Or.''47 (23).59. Adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[by force]] Pl.''Ax.''366a; opp. [[ἑκουσίως]], ''1 Ep.Pet.''5.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[obligado]], [[forzado]] de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.<i>Or</i>.47.59.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀναγκαστῶς]] = [[a la fuerza]] Pl.<i>Ax</i>.366a, 1<i>Ep.Petr</i>.5.2, I.<i>AI</i> 18.37, Cyr.H.<i>Catech</i>.4.34. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[contraint]], [[forcé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγκαστός:''' [[вынужденный]], [[принужденный]] Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α. | |lstext='''ἀναγκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι [[ἐναντίον]] τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ [[κῆδος]] ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />(Α [[ἀναγκαστός]], -ή, -όν) [[ἀναγκάζω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] βιαστικά, ο [[βιαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει [[κάτι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc. | |||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[coactus]]'', [[forced]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.13.2/ 5.13.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.58.3/ 5.58.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.24.2/ 8.24.2]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:48, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀναγκαστή, ἀναγκαστόν, forced, constrained, Hdt.6.58; ἀ. στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24; ἀ. τροφή Aristid.Or.47 (23).59. Adv. ἀναγκαστῶς = by force Pl.Ax.366a; opp. ἑκουσίως, 1 Ep.Pet.5.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 obligado, forzado de pers., Hdt.6.58, D.C.36.53.4, στρατεύοντες Th.7.58, cf. 8.24, τροφή Aristid.Or.47.59.
2 adv. ἀναγκαστῶς = a la fuerza Pl.Ax.366a, 1Ep.Petr.5.2, I.AI 18.37, Cyr.H.Catech.4.34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
contraint, forcé.
Étymologie: ἀναγκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαστός: вынужденный, принужденный Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ ἀναγκαζόμενος, ὁ ἐκτελῶν τι ἐναντίον τῆς θελήσεώς του, ἀναγκαστοὺς εἰς τὸ κῆδος ἰέναι Ἡρόδ. 6. 58· ἀναγκαστοὶ στρατεύοντες, χωρὶς αὐτοὶ νά θέλουν, Θουκ. 7. 58, πρβλ. 8. 24. ‒ Ἐπίρρ. -τῶς Πλάτ. Ἀξ. 366Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α ἀναγκαστός, -ή, -όν) ἀναγκάζω
αυτός που κάνει κάτι βιαστικά, ο βιαστικός
αρχ.
αυτός που εξαναγκάζεται, που πιέζεται να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀναγκαστός: -ή, -όν (ἀναγκάζω), εξαναγκαστικός, επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· ἀν. στρατεύειν, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική θητεία, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἀναγκάζω
forced, constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed into the service, Thuc.