ἐπικρεμάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(4)
(CSV import)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikremannymi
|Transliteration C=epikremannymi
|Beta Code=e)pikrema/nnumi
|Beta Code=e)pikrema/nnumi
|Definition=and ἐπικρεμαννύω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hang over</b>, ἄτην τινί <span class="bibl">Thgn.206</span> codd.; κίνδυνον <span class="bibl">Plb.2.31.7</span>; φόβον <span class="bibl">D.S.16.50</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. Pass., <b class="b3">ἐπικρέμαμαι</b>, aor. <b class="b3">ἐπεκρεμάσθην</b>, <b class="b2">overhang</b>, of a rock, <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>284</span>; <b class="b3">οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ</b> ἀγορᾷ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Publ.</span>10</span>: metaph., <b class="b2">hang over, threaten</b>, θάνατος <span class="bibl">Simon.39.3</span>; δόλιος αἰών <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).14</span> (tm.); τιμωρία <span class="bibl">Th.2.53</span>; <b class="b3">ἐπικρεμάμενος κίνδυνος</b> <b class="b2">impending</b> danger, <span class="bibl">Id.7.75</span>, cf.<span class="bibl">3.40</span>: c.dat.pers., <b class="b3">ἐπικρέμαθ' ἧμιν</b> ὄλεθρος <span class="bibl">A.R.3.483</span>; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>20.173</span>.</span>
|Definition=and [[ἐπικρεμαννύω]],<br><span class="bld">A</span> [[hang over]], ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.50.<br><span class="bld">II</span>. Pass., [[ἐπικρέμαμαι]], aor. ἐπεκρεμάσθην, [[overhang]], of a rock, ''h.Ap.''284; <b class="b3">οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ</b> ἀγορᾷ Plu.''Publ.''10: metaph., [[hang over]], [[threaten]], θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.''I.''8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; <b class="b3">ἐπικρεμάμενος κίνδυνος</b> [[impending]] danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., <b class="b3">ἐπικρέμαθ' ἧμιν</b> ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 20.173.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται [[θάνατος]], droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν [[ὄλεθρος]] Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην [[ἐξοπίσω]] παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., [[ἆθλος]] ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0953.png Seite 953]] (s. [[κρεμάννυμι]]), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται [[θάνατος]], droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν [[ὄλεθρος]] Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην [[ἐξοπίσω]] παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., [[ἆθλος]] ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
}}
{{bailly
|btext=[[suspendre au-dessus de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρεμάννυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικρεμάννῡμι:''' (aor. ἐπεκρέμασα) вешать (над чем-л.), подвешивать: ἐ. τινὶ κίνδυνον Polyb. подвергать кого-л. опасности; ἐ. φόβον Diod. держать в страхе.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ [[μετὰ]] δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
|lstext='''ἐπικρεμάννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -[[κρεμῶ]]. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι [[ἄνωθεν]], περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ [[οἶκος]] ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., [[ἐπίκειμαι]], ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, [[θάνατος]] Σιμων. 48˙ [[δόλιος]] αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ [[τιμωρία]] Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος [[κίνδυνος]], ἐπικείμενος [[κίνδυνος]], ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.
}}
{{bailly
|btext=suspendre au-dessus de.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κρεμάννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικρεμάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -[[κρεμῶ]]· αόρ. αʹ <i>-εκέρᾰσα</i>, Επικ. απαρ. -[[κρῆσαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἐπικρέμαμαι]], αόρ. αʹ <i>-εκρεμάσθην</i>· [[κρέμομαι]] από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., [[επίκειμαι]], [[απειλώ]], Λατ. imminere, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπικρεμάννῡμι:''' και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -[[κρεμῶ]]· αόρ. αʹ <i>-εκέρᾰσα</i>, Επικ. απαρ. -[[κρῆσαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κρεμώ]] [[κάτι]] πάνω σε, <i>τί τινι</i>, σε Θέογν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ἐπικρέμαμαι]], αόρ. αʹ <i>-εκρεμάσθην</i>· [[κρέμομαι]] από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., [[επίκειμαι]], [[απειλώ]], Λατ. imminere, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -κρεμάσω Attic -[[κρεμῶ]] aor1 -εκέρᾰσα epic inf. -[[κρῆσαι]] [[pass]] [[ἐπικρέμαμαι]] aor1 -εκρεμάσθην<br /><b class="num">I.</b> to [[hang]] [[over]], τί τινι Theogn.<br /><b class="num">II.</b> Pass., to [[overhang]], of a [[rock]], Hhymn., Plut.: —metaph. to [[hang]] [[over]], Lat. imminere, Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[impendere]], [[imminere]]'', to [[threaten]], [[loom over]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.18.2/ 1.18.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.53.4/ 2.53.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.40.7/ 3.40.7], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.7/ 7.75.7].
}}
}}

Latest revision as of 14:22, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρεμάννῡμι Medium diacritics: ἐπικρεμάννυμι Low diacritics: επικρεμάννυμι Capitals: ΕΠΙΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikremánnymi Transliteration B: epikremannymi Transliteration C: epikremannymi Beta Code: e)pikrema/nnumi

English (LSJ)

and ἐπικρεμαννύω,
A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50.
II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn. D. 20.173.

German (Pape)

[Seite 953] (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται θάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆθλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).

French (Bailly abrégé)

suspendre au-dessus de.
Étymologie: ἐπί, κρεμάννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικρεμάννῡμι: (aor. ἐπεκρέμασα) вешать (над чем-л.), подвешивать: ἐ. τινὶ κίνδυνον Polyb. подвергать кого-л. опасности; ἐ. φόβον Diod. держать в страхе.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρεμάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -κρεμῶ. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι ἄνωθεν, περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., ἐπίκειμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, θάνατος Σιμων. 48˙ δόλιος αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ τιμωρία Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος κίνδυνος, ἐπικείμενος κίνδυνος, ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.

Greek Monolingual

ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)
1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω
2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι «κρεμώ»].

Greek Monotonic

ἐπικρεμάννῡμι: και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι·
I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν.
II. Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere, σε Θουκ.

Middle Liddell

and -ύω fut. -κρεμάσω Attic -κρεμῶ aor1 -εκέρᾰσα epic inf. -κρῆσαι pass ἐπικρέμαμαι aor1 -εκρεμάσθην
I. to hang over, τί τινι Theogn.
II. Pass., to overhang, of a rock, Hhymn., Plut.: —metaph. to hang over, Lat. imminere, Thuc.

Lexicon Thucydideum

impendere, imminere, to threaten, loom over, 1.18.2, 2.53.4, 3.40.7, 7.75.7.